Κάποια παιδάκια ήμασταν εμείς

Κάποια παιδάκια είναι υπερκινητικά, κάποια είναι απρόσεκτα και παρορμητικά, κάποια παιδάκια τραυματίζονται συχνά, κάποια μιλάν πάρα πολύ και φορτικά.

 

Να πούμε όμως σήμερα για αυτά που τραυματίζονται συχνά; Να πούμε για τα κοντά σορτσάκια τους και τα αδύνατα πόδια; Να πούμε για τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια και τον ήλιο που τα τυφλώνει; Για το ασταμάτητο τρέξιμο, τη σαγιονάρα που κόβεται, τα αθλητικά που είναι στη ντουλάπα για το χειμώνα που θα χρειαστούν στο σχολείο; Να πούμε για το ποδόσφαιρο και τα όνειρα να παίξουν στον Παναθηναϊκό, στη Ρεάλ, στη Λίβερπουλ; Να πούμε για τα μονίμως ματωμένα γόνατα, το αίμα να τρέχει στο καλάμι, το βούρκωμα στα μάτια, το πλύσιμο στη βρύση, την επιστροφή στο ποδόσφαιρο; Χωρίς φίλους, χωρίς παρέα, μόνα και οι 11 ποδοσφαιριστές. Λάθος. Μόνα και οι 22 ποδοσφαιριστές. Ως τη νύχτα. Ως την κάθε νύχτα. Με το αίμα ξεραμένο πια. Την πληγή ξεχασμένη.

 

Κάποια παιδάκια αναπτύσσονται αργά, άλλα δεν τρώνε αλλά μιλάν πολύ σιγά, άλλα γυρνάν απ’ το σχολείο και λένε ψέματα και άλλα τα ‘χουν καταστρέψει τα παινέματα.

 

Αλλά σήμερα ας σταθούμε σε αυτά που δεν τρώνε και μιλάν πολύ σιγά. Που αρνούνται τις πατάτες, τα χόρτα, το άσπρο κρέας. Που μασάνε δήθεν και όταν κανείς δεν κοιτάζει τα πετάνε πίσω απ’ τον καναπέ. Δεν έχει σημασία ποιος θα τα βρει και πότε. Δε μετράει το μετά και η τιμωρία. Τώρα είναι το θέμα. Από τότε ως σήμερα, τώρα είναι το θέμα. Κι αν είναι κάτι να πουν σκύψε κι έλα κοντά. Πλησίασε για να ακούσεις. Δε θα ανέβει ο τόνος της φωνής για να σε βοηθήσει. Έλα τόσο που η ανάσα να αγγίζει το μάγουλο, να φτάνει στο αφτί. Έλα τόσο που να ‘χει νόημα ο διάλογος. Τι να τις κάνεις τις κουβέντες αν μόνο μια αίσθηση συμμετέχει; Λίγο πάνω απ’ τον ψίθυρο, λίγο κάτω απ’ το εύκολο. Μπορεί και να ‘ναι και ντροπή. Δεν είναι όμως μόνο. Μεγαλώνουν εξάλλου. Κι όταν πια δεν ντρέπονται είναι επιλογή να βγαίνει ο κόσμος απ’ την πρίζα για να ακουστούν τα λόγια τους.

 

Κάποια έχουν θέμα με τον μεταβολισμό κι άλλα φοβούνται όταν ακούν για χωρισμό, κάποια ανεβαίνουνε σε μέρη που θα πέσουνε και κάποια αγγίζουν το κερί για να πονέσουνε.

 

Αλλά σήμερα να μιλήσουμε για αυτά που αγγίζουν το κερί για να πονάν; Να πούμε για τη δική τους προπόνηση στους πόνους που θα ‘ρθουν; Για το δέρμα που δεν κάνει σημάδι, για την αίσθηση του καψίματος που δε βγάζει κραυγή; Να πούμε για μετέπειτα δαγκώματα που αναζητάν το πιο δυνατό και γδαρσίματα που χαμογελάν στο πιο ματωμένο; Μεγαλώνουν τα παιδάκια κι η προπόνηση με το κερί φέρνει νίκες στο γήπεδο των καθημερινών πόνων. Δε λυγάν, δεν κλαίνε, δεν σπάζει καν το πρόσωπό τους. Στων άλλων την τελεολογία στήνουν κόσμους απ’ την αρχή. Τούτη φορά χωρίς κεριά. Χωρίς πόνο. Για κανέναν.

 

Όλα όμως κάποτε θα ξαναπροσπαθήσουν να βρούνε κάποιον που θα ακούσει όταν μιλήσουν, να βρούνε κάποιον με ένα σώμα σαν ανάμνηση, να βγάλουν έξω το κεφάλι από τη βάφτιση, κάποια μπορεί ποτέ να μην κοιτάξουν πάνω, κάποια θα μείνουν μαύρα πλήκτρα σε ένα πιάνο, μα κάποια λίγα πίσω απ’ τη ρωγμή του κάλλους, θα δούνε μέσα τους κι εκεί θα βρουν τους άλλους.

 

Κι είν’ τεράστια η διαδρομή, καμιά όμως η δεύτερη σκέψη, κανείς ο ενδοιασμός. Μόνο βεβαιότητα, μόνη αυτή. Δε θα μπορούσε να εξελιχτεί αλλιώς. Σε όλα τα «αν», τα «ίσως», τις διχάλες του δρόμου πάρθηκαν οι αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν. Για αυτό και κάθε φορά πια, κάθε στιγμή που αυτά τα μεγαλωμένα παιδάκια κοιτάνε μέσα τους, βρίσκουν τους άλλους. Κι είναι ετούτη η νίκη τους. Η νίκη της παιδικής ηλικίας τους.

 

*Ο Φοίβος έκανε ένα δίσκο από αυτούς που ορίζουν εποχές. Το «Κάποια Παιδάκια» με ανάκατα τους στίχους του έντυσε ένα κείμενο που αυτοβιογραφεί τις ίδιες τις μνήμες του. Στις περισσότερες από αυτές συμμετείχα.