Είμαι ο άμαχος που πάντα πεθαίνει

Είναι λέξεις που δεν χωράνε πουθενά. Λέξεις μεγάλες, βαριές, άγριες. Είναι λέξεις τρομερές, που φοβίζουν, που κόβουν τα γόνατα, που πιέζουν το στήθος, που πιάνουν το στομάχι. Λέξεις που δεν διυλίζονται, αμεταχείριστες, χέρσες. Είναι λέξεις που δεν τις θέλουμε στον ύπνο μας, δεν τις θέλουμε στο πρώτο άνοιγμα των ματιών μας, δεν τις θέλουμε μέσα στη μέρα μας. Λέξεις χωρίς αντίδοτο, χωρίς ξόρκι που να λύνονται τα μάγια τους.

Είναι λέξεις που προϋπήρχαν ακόμη και της γλώσσας. Της κάθε γλώσσας, του κάθε λαού. Λέξεις που τις βρήκαμε εδώ όταν σχηματιστήκαμε σε αυτόν τον πλανήτη. Λέξεις αρχέγονες που κουβαλάν έναν φόβο μη ελέγξιμο για καθέναν που τις άκουσε, τις πρόφερε, τις έγραψε. Αυτές που η παγωνιά τους έσβηνε τη φωτιά στις σπηλιές, τη σπίθα στα μάτια, τους χτύπους στις καρδιές.

 

ΠΟΛΕΜΟΣ. Δοκιμάστε να την πείτε μόνοι σας σε ένα δωμάτιο. Κλείστε τη μουσική, κλείστε τα παράθυρα να μην μπαίνουν άλλοι θόρυβοι, πάρτε ανάσα κι επαναλάβετε, ξανά και ξανά. Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος… Αντέχετε;

 

Και ξαφνικά αυτή η τρομερή λέξη, ήρθε ως πραγματικότητα στην Ευρώπη. Για να μας ταρακουνήσει. Όλους αυτή τη φορά. Κι εκείνους που έχουν ανάγκη να νιώσουν ότι απειλείται το σπίτι τους για να φοβηθούν. Κι εκείνους που έχουν ανάγκη να δουν λευκούς ανθρώπους να ξεσπιτώνονται, να ξεριζώνονται για να ανοίξουν το σπίτι τους να φιλοξενήσουν. Και τους άλλους που πρέπει να κλάψουν στην οθόνη τους παιδιά ενός Θεού που μοιάζει με τον δικό τους για να κλάψουν κι οι ίδιοι.

Και ξαφνικά ήρθε ο πόλεμος δίπλα μας, στη γειτονιά μας. Ακόμη κι αν το Κίεβο είναι πιο μακριά από ό,τι η Δαμασκός, ακόμη κι αν αυτή η γειτονιά μοιάζει λιγότερο με τη δική μας από ό,τι άλλες γειτονιές που επίσης εδώ και καιρό έχουν πόλεμο, εδώ και καιρό άνθρωποι σκοτώνονται, εξορίζονται, ξεριζώνονται. Ο πόλεμος ήρθε, όχι απροειδοποίητα, όχι απρόσμενα, αλλά ήρθε. Κι όλοι έχουμε παγώσει. Κι όλοι έχουμε οργιστεί. Και κυρίως: όλοι έχουμε φοβηθεί.

 

Πόλεμος είναι διαχρονικά ένα παιχνίδι λίγων πολύ επικίνδυνων τύπων σε ένα δωμάτιο, μπροστά σε χάρτες, χαρτιά και ποσά. Πόλεμος είναι διαχρονικά ο επιπλέων πλουτισμός των πλουσίων και η περαιτέρω εξαθλίωση των φτωχών. Πόλεμος είναι διαχρονικά ο θάνατος των αμάχων.

 

Ανάμεσα σε μιαν επίθεση, μιαν άμυνα, σε εκατέρωθεν προπαγάνδα και τις ηγεσίες του πλανήτη να παίζουν στα όρια του ελάχιστου εαυτού τους, βρίσκεται η ωμή αλήθεια των αμάχων. Βρίσκεται ο ξεριζωμός εκατομμυρίων ανθρώπων απ’ τη μια μέρα στην άλλη, απ’ τη μια ζωή στην άλλη. Ο πόνος, ο ανείπωτος πόνος. Βρίσκονται οι τραυματίες μια μέρα μετά που είχαν ξυπνήσει, είχαν πάει στη δουλειά τους, είχαν πάει σινεμά, είχαν φλερτάρει, είχαν κάνει έρωτα. Βρίσκονται οι νεκροί, λίγες ώρες μετά που είχαν αγκαλιάσει την οικογένειά τους, είχαν φιλήσει ό,τι αγαπούσαν, είχαν βγάλει βόλτα τα σκυλιά τους.

Σε κάθε πόλεμο, θα είμαστε με τους αμάχους. Εμείς οι πολλοί θα είμαστε μαζί τους. Εμείς, που ίσως σε κάποιον όχι τόσο μακρινό πόλεμο, θα είμαστε αυτοί: οι άμαχοι.

*Το κείμενο άκουγε τον «Άμαχο» από τους Στίχοιμα και τον Χρήστο Θηβαίο προσπαθώντας να βάλει σε σειρά σκέψεις, φόβο και οργή.