Δε λέει να φύγει αυτό το σύννεφο από πάνω

«Δε λέει να φύγει αυτό το σύννεφο από πάνω, έχει καθίσει στην κορφή και δεν το φτάνω».

Περπατάω. Χέρια στις τσέπες, κεφάλι σκυφτό, πλάτες μαζεμένες. Κοίτα με από μακριά. Δες με! Να ένας ηττημένος άνθρωπος. Πες το. Αυτό είμαι. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Γιορτή, καθημερινή, αργία. Σήμερα, αύριο, μεθαύριο. Ένας ηττημένος άνθρωπος.

Αν έχω κάπου μέσα μου ελπίδα; Έχω. Πού και πού σηκώνω το βλέμμα. Κοιτάζω γύρω μου, κοιτάζω τους γύρω μου. Ψάχνω άλλες εκφράσεις, ψάχνω αλλιώς στημένους σωματότυπους. Μικρά πράγματα, τα αόρατα για τις ανυποψίαστες ματιές.

Σηκώνω ακόμη παραπάνω τα μάτια. Στην αρχή λέγαμε δεν είναι άνοιξη φέτος αυτή. Έφυγε. Προχωράμε στον Ιούνη. Αλλά ούτε καλοκαίρι είναι ετούτο. Ψάχνω καθαρό ουρανό. Ψάχνω ήλιο με βεβαιότητα. Στο ψάξιμο μένω. Το σύννεφο βαρύ, πυκνό. Έχει αφήσει το γκρίζο. Είναι μαύρο, κατάμαυρο.

«…και το μαύρο με ταράζει»

Βγάζω τα χέρια απ’ τις τσέπες. Τα απλώνω ψηλά. Να το διώξω αυτό το σύννεφο. Να το αραιώσω τουλάχιστον. Να του αλλάξω την υπόσταση. Τα κουνάω πέρα-δώθε. Δεξιά, αριστερά, αριστερά, αριστερά… Κοίτα με ξανά. Ένας αλαφροΐσκιωτος, ένας ηττημένος που ελπίζει. Μια καρικατούρα που πασχίζει. Να φυσήξω; Ας φυσήξω. Μ’ αέρα τα σύννεφα διαλύονται. Φουού…

Μα «έχει καθίσει στην κορφή και δεν το φτάνω»

Περπατάω. Απ’ τις πρώτες ώρες του Μάρτη στα μισά του Ιούνη. Τρεισήμισι μήνες σέρνομαι. Έφαγα τις σόλες μου και μαζί την ψυχή μου. Απ’ τον σταθμάρχη στον διακινητή. Απ’ τα ακαταμέτρητα εισιτήρια στα σωσίβια. Απ’ την τηλεδιοίκηση στα διεθνή ύδατα. Απ’ τους φοιτητές στους πρόσφυγες. Απ’ το πρώτο βαγόνι στο αμπάρι. Κλαίω. Μαζεύονται κι άλλο οι πλάτες μου. Διαγγέλματα fake ευαισθησίας, παρουσίες τυμβωρυχίας, εθνικά πένθη υποκρισίας.

Αρχίζω να συνηθίζω έτσι το πρόσωπό μου· ρυτιδιασμένο, αφυδατωμένο, αλμυρό. Να συνηθίζω έτσι το σώμα μου· καμπουριασμένο, με πόνους στα γόνατα, με κράμπες στις αρθρώσεις. Να συνηθίζω έτσι την διάθεσή μου· με μια οργή που δεν ξεσπάει, ένα ουρλιαχτό που δεν βγαίνει και μια παραίτηση που επικρατεί.

«Όχι μαμά δεν είμαι έτσι από συνήθεια! είναι βαριά αυτή του κόσμου η προμήθεια».

Οι τσέπες μου άδειες. Δεν έχουν να πιάσουν κάτι τα χέρια μου μέσα. Τα κάνω μπουνιές. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να σε ξεγελάσω τώρα που με κοιτάς από μακριά. Ένα κρυμμένο όπλο ενός άντρα ηττημένου. Ανοίγω λίγο τις πλάτες μου. Συνεχίζω το περπάτημα. Καμιά αυταπάτη. Δε θα αλλάξει σύντομα κάτι προς το καλύτερο. Η διαδοχή των μηνών, των εποχών θα συνεχίσει ως διαδοχή του αδιανόητου.

Πού πάει ο κόσμος; Πού πάει η χώρα μου; Εκεί. Εκεί που περπατάω. Εκεί που ήδη βρίσκεται «το τέρας που σε κυβερνά». Αλλά να σου πω; Παρότι στον ίδιο χώρο ζούμε, καθόλου δε μου μοιάζει!

 

*Έγραψα, μετά από μήνες, πάνω στους στίχους, τη μουσική κι -εν μέρει- την ερμηνεία της Κλέλιας Ρένεση. Ας είναι να πήραν οι λέξεις μου κάτι απ’ το φως της.