Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη

Χάρη Ποντίδα

Η Αρκούδα Καφέ ήταν μεγάλο σουξέ. Δεν υπήρχαν  γενέθλια,  πάρτι, σύναξη με τις φίλες (μόνο κορίτσια «γιατί τα αγόρια είναι χαζά») που να μην την ακούσουμε δυο τρεις φορές ή το «μπιζέλι που χορεύει τσιφτετέλι», ή το «δεν είμαστε ζουλού δεν είμαστε παπούα».

Και ξέρετε πώς γίνεται μ’ αυτά τα πράγματα. Δίπλα στα πιτσιρίκια που χοροπηδούσαν και χαίρονταν ποτιζόταν και η …γλάστρα- χωρίς καμία ενοχή για την ηλικία της.

Μιλάμε βέβαια για την Λιλιπούπολη, το εμβληματικό έργο εκείνης της ξεχωριστής καλλιτεχνικής παρέας, που στα μέσα του 70 –λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας δηλαδή κι έχει σημασία αυτό– μπήκε στην καθημερινότητα μας μέσω Τρίτου Προγράμματος, γράφοντας μια από τις σημαντικές σελίδες, όχι μόνο του ραδιοφώνου, αλλά και του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι της εποχής εκείνης. Η Μαριανίνα Κριεζή που έφυγε τις προάλλες, σε ηλικία 75 ετών, ήταν η ψυχή της σειράς, μια που μέσα από τους δικούς της στίχους  και τα δικά της κείμενα (που συνυπέγραφε με την Άννα Παναγιωτοπούλου) πήρε σάρκα και οστά αυτή η πραγματικά μοναδική πολιτεία.

Κοιτάχτε όμως το περίεργο της υπόθεσης: το πάρτι με την αρκούδα και τον Χαρχούδα έγινε κατάσταση στις χοροεσπερίδες με τούρτα και τσιπς στο σπίτι μας από το 2003 κι έπειτα, όταν το παιδί είχε πλέον άποψη για τις επιλογές του dj.  Με άλλα λόγια, σχεδόν  30 χρόνια μετά την δημιουργία του. Τριάντα χρόνια μετά το  ακούγαμε  και εμείς, η  παράταξη μαμάδων και κηδεμόνων που πίναμε τσάι  στα ενδότερα. Και όλοι  ομολογούσαμε ότι το ακούγαμε με ευχαρίστηση και ίσως με την γλυκιά αφύπνιση του πρωτάρη, που ανακάλυπτε κρυμμένες πτυχές του,  την ευφυΐα των στίχων, την λογοπλαστική ικανότητα της στιχουργού  ακόμη και την  πολιτική διάσταση των στίχων (ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι και επερώτηση στη Βουλή είχε γίνει από τον Τσαλδάρη που αναρωτήθηκε αν είναι  «τρόπος διάδοσης κομουνιστικών ιδεών»). Σα να ανακαλύπταμε την Αμερική ένα πράμα. Και πολύ πιθανό πολλοί από μας να ήταν όντως  πρωτάρηδες μια που ηλικιακά ήταν λίγο απίθανο το 76 που ξεκίνησε η σειρά, πάνω στο φουλ της εφηβείας μας,  να μας ενδιέφερε ο Χαρχούδας.

Αλλά αυτό σημαίνει έργο τέχνης τελικά. Να αντέχει στο χρόνο. Να περνάει από την μια γενιά στην επόμενη διατηρώντας σταθερά τις ποιότητες του –ίσως γιατί οι ποιότητες εκείνες ήταν ο  ανθός μιας συλλογικής δουλειάς,  σε μια εποχή που η φαντασία, η ελευθερία, η δημιουργικότητα,  η αναζήτηση,  ξυπνούσαν σιγά σιγά μετά από  λήθαργο χρόνων– κι αυτό μόνο αυτονόητο δεν ήταν για το κατεστημένο. Κυρίως το πολιτικό κατεστημένο. Κι εκεί είναι που έδρασε ο Χατζιδάκις με το κύρος του και την  ιδιότητα του ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Εμπιστεύτηκε και στήριξε κάτι που πίστευε. Και επειδή είναι σίγουρο ότι έχετε διαβάσει πολλά για την χημεία εκείνης της  παρέας νεαρών (Μαραγκόπουλος, Πλάτωνος, Κυπουργός, Σακάς, Γιαννάτου, Παναγιωτοπούλου κ.α) που έφτιαξαν την Λιλιπούπολη,  υπενθυμίζω μόνο κάτι που είχε πει η ίδια η Μαριανίνα Κριεζή σε παλιότερη συνέντευξη της. Λόγω της δυσαρέσκειας και των αρνητικών  σχολίων που ακούγονταν από την κυβέρνηση –από τον  υπουργό Εθνικής Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και τον υφυπουργό προεδρίας  Αθαν. Τσαλδάρη– σχόλια που είχαν φτάσει στα αυτιά της, τηλεφώνησε στον Μάνο Χατζιδάκι να τον ρωτήσει πώς θα πορευτούν από δω και πέρα. Εκείνος της απάντησε κοφτά και ενοχλημένα “δεν είναι δική σας δουλειά τι κάνει ή τι δεν κάνει ο Τσαλδάρης». Αργότερα έμαθε και την απάντηση που έδωσε ο  Χατζιδάκις όταν του έγινε το σχετικό τηλεφώνημα  «Δεν την άκουσα την εκπομπή για την οποία διαμα(γ)τύ(γ)εται ο υπουργός. Γι΄ αυτό είπα να την παίξουν σε επανάληψη τρεις φορές για να π(γ)ολάβω μία από αυτές να την ακούσω- και μετά θα απαντήσω».

Ωραίες είναι αυτές οι ιστορίες όταν περνούν τα χρόνια. Ντύνουν με ένα ακόμα φωτοστέφανο τους ήδη επιφανείς του συλλογικού μας υποσυνείδητου, δίνοντας  στις πράξεις τους ηρωικό χαρακτήρα και σε μας ένα λόγο να αναστενάξουμε που εμείς δεν τα  προλάβαμε όλα αυτά. Κάθε φορά τα ίδια. Λες και το παρελθόν είναι πάντα άριστο ενώ το παρόν (που εξαρτάται από μας) είναι πάντα φευγάτο. Όμως εγώ μόνο για νοσταλγία δεν θέλω να μιλήσω. Για ηρωικές συμπεριφορές ή περασμένα μεγαλεία…

Το αντίθετο μάλιστα..

Γιατί πάντα το παρόν είναι που μετράει τελικά,  το παρόν που κάθε φορά έρχεται με φόρα και  αναδεικνύει τις δικές του ποιότητες, τις δικές του πρωτιές.

Το παρόν ζούσαν εκείνα τα παιδιά που χόρευαν και διασκέδαζαν με τον Χαργούδα (πού να ήξεραν ότι ο Δυστροπόπιγγας ή ο Χαρχούδας μπορεί να ήταν  και μεγαλύτεροι απ τους γονείς τους)  το παρόν ζούσαν και λίγα χρόνια αργότερα, όταν μαζί με τους νεόκοπους  τότε Μόνικα, Μποφίλιου, Ζουγανέλη, Μαραβέγια , είχαν σταθερά στο ρεπερτόριο τους  τα «Ήσυχα Βράδια» , τη «Σερανάτα» το «Τσάι γιασεμιού» , το «Πάρα πασά μου» και τόσα άλλα.

Σίγουρα ήταν  αυτή η έλλειψη στόμφου και το μοναδικό χιούμορ του στίχου ένας από τους λόγους που ταυτίζονταν. Η λεπτότητα του συναισθήματος, ο υπαινικτικός  λυρισμός,   η κρυμμένη πληγή που όμως  έβγαινε ανάλαφρα, με γέλιο.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά. Μπορεί οι πιο καλλιεργημένοι από τους γονείς να τους γνώρισαν την Λένα Πλάτωνος  το «Κοπερτί» και το «Σαμποτάζ» όμως δεν υπάρχει παιδί (ακόμα και σήμερα) που δεν έχει τραγουδήσει την Σερενάτα ή το Πάρε Πασά μου.

Αυτό θα πει  σχέση με το τραγούδι. Να το ξέρεις από τα μικράτα σου, να το έχεις τραγουδήσει δεκάδες φορές ως παιδί κι όταν πλέον έχεις την ηλικία που πρέπει (ας πούμε εφηβεία ή και μετά) να το ανακαλύπτεις εκ νέου, νιώθοντας όλες του τις πτυχές.

Η μόνη παράσταση που επέλεξε να δει το …παιδί (που πλέον είναι 24) το περασμένο καλοκαίρι στο Ηρώδειο ήταν η «Λιλιπούπολη». Με χαρά μου το ανακοίνωσε τότε, με λύπη λίγο αργότερα, όταν ματαιώθηκε λόγω covid.

Με την ίδια συγκίνηση με πήρε από το εξωτερικό να μου πει για την ανεξήγητη εμπειρία που είχε το ίδιο πρωί της μέρας του θανάτου της Μαριανίνας.   Για ποιο λόγο σηκώθηκε εκείνη τη μέρα και της ήρθε η επιθυμία να ακούσει ξανά  τον Χαρχούδα, την Ρόζα Ροζαλία και το μπιζέλι που χορεύει τσιφτετέλι, μάλλον δεν θα το μάθει ποτέ. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι εκείνο το πρωινό «φώτισε» τον σκοτεινό ουρανό της Ουτρέχτης, με Λιλιπούπολη. Με παιδικές αναμνήσεις. Με χαρά. Το ίδιο βράδυ έμαθε για τον θάνατο της.

Ευχαριστούμε τον Πέτρο Παράσχη για την παραχώρηση της φωτογραφίας.