Γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά

Δεν είναι ότι βρισκόμαστε πρώτη φορά μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός. Τουλάχιστον όχι την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι ότι δε θα ξαναβρεθούμε σύντομα. Δεν είναι ότι τα ίδια βιώνουμε με πρόσφυγες, με αναρχικούς, με αριστερούς, με ανυποψίαστους πολίτες, με γυναίκες, με ανθρώπους διαφορετικών σεξουαλικών προτιμήσεων από αυτούς που τους ελέγχουν. Δεν είναι το ανεξέλεγκτο της «νόμιμης βίας» τους, οι πλάτες που έχουν, το επιμελώς -μήνα το μήνα εδώ και χρόνια- χτίσιμο του δικού τους κράτους μέσα στο δικό μας κράτος, με δικούς τους νόμους και εξασφάλιση του ακαταδίωκτού τους, της ατιμωρησίας τους.

Είναι που πια δεν αντέχω. Είναι που νιώθω να εγκαταλείπω, να παραιτούμαι. Και ξέρω, δεν είμαι ο μόνος. Δεν έφτασα εδώ απ’ τη μια μέρα στην άλλη, δεν τα παράτησα εύκολα, δεν είμαι τέτοιος. Ακολούθησα όλη τη διαδρομή, πέρασα όλα τα συναισθήματα, κατέληξα στην ήττα απ’ το δύσκολο δρόμο. Έφτασα περνώντας κάθε στάδιο, κάνοντας ξανά και ξανά μια πληγή στο σώμα και την ψυχή μου.

Και ξαναλέω: ξέρω, δεν είμαι ο μόνος.

Άρνηση: Όπως τόσες φορές, έτσι και τώρα. Ακούγοντας το γεγονός το αρνήθηκα. Είπα «δε γίνεται, δεν μπορεί να πυροβόλησαν τόσες φορές μέσα στην πόλη χωρίς λόγο πολύ σοβαρό. Κάτι θα έχει γίνει που δεν ξέρουμε». Μετά, μαθαίνοντας τις λεπτομέρειες, συνέχισα να αρνούμαι. «Αποκλείεται», έλεγα, «σε τι κοινωνία ζούμε; Δεν μπορεί να έχουμε φτάσει στο σημείο της αμερικάνικης που απλά κινδυνεύεις απ’ τη γέννησή σου αν έχεις γεννηθεί μαύρος, δεν μπορεί. Εδώ δεν είμαστε έτσι. Εδώ υπάρχει πολύς κόσμος απ’ την απέναντι πλευρά. Τι είναι αυτοί οι τύποι; Δεν μπορεί να πυροβολούν παιδιά γιατί έκλεψαν αυτοκίνητο, γιατί δε σταμάτησαν σε σήμα τους. Κάτι άλλο θα έχει γίνει». Κι όμως… μπορούσε. Κι όμως, δεν είχε γίνει κάτι άλλο.

Θυμός: Κι εκεί ήρθαν τα νεύρα. Ήθελα να σπάσω το κινητό μου διαβάζοντας τις αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας. Ήθελα να διαλύσω την οθόνη βλέποντας hashtag «#με_την_αστυνομία» ή παραλληλισμό για τους 7 κατηγορούμενους αστυνομικούς για ανθρωποκτονία με το αμερικάνικο «blue_lives_matter». Ήθελα να βριστώ με τον καθέναν που έλεγε «δεν υπάρχει γύφτος να μην έχει κάνει κάτι κακό, είναι στο αίμα τους». Ήθελα να σβήσω από φίλους τύπους που χειροκρότησαν τη στάση της αστυνομίας, τύπους που το έπαιξαν δημοσιογράφοι αναπαράγοντας ως είδηση το δελτίο τύπου που τους πάσαραν από τη ΓΑΔΑ, να βγάλω απ’ τη ζωή μου καθέναν που τους είπε «ήρωες» και που εξανέστη όταν τους είδε με χειροπέδες να οδηγούνται στα δικαστήρια.

Διαπραγμάτευση: Άρχισα τότε να μιλάω μόνος. Να μιλάω στους τοίχους, στον ουρανό, να ψάχνω μια λογική στο αόρατο και το υπερφυσικό. Θέλησα να κάνω μόνος εγώ, ένας μόνος, τη δική μου συμφωνία. Θέλησα να κάνω κάτι για το παιδί που χάθηκε, κάτι όμως όχι εδώ, όχι τώρα, αλλά για το μετά του. Πιστεύω στο παρακάτω, στις επόμενες διαστάσεις που περνάει η συνείδησή μας, η ψυχή μας. Προσευχήθηκα για τον μικρό και ζήτησα να ηρεμήσει, να βρει τη δικαιοσύνη που δε βρήκε εδώ. Κυνηγήθηκε, στιγματίστηκε, απομονώθηκε, ξεφτιλίστηκε και στο τέλος δολοφονήθηκε για ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, καθήμενος στο πίσω κάθισμα, πυροβολημένος από πίσω. Ας είναι, είπα, το από εδώ και πέρα για αυτόν να είναι ταξίδια στο φως, στην λουσμένη στο φως αιωνιότητα.

Κατάθλιψη: Αλλά εκεί ήρθε η θλίψη. Η μη επιλεγμένη θλίψη, αυτή με τον πόνο, η κατάθλιψη. Έκλαψα για τον μικρό. Για το εδώ του, για το εδώ όλων των φίλων του, της οικογένειάς του, των Ρομά, του λαού του. Έμεινα βουβός κι ένιωσα ένα πλάκωμα στο στήθος, ένιωσα αδύναμος ακόμη και να ανασάνω. Ανακάλεσα τις συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων, την ανικανότητα των σύγχρονων κοινωνιών να τους αγκαλιάσουν, να τους δώσουν την αξιοπρέπεια που η ιστορία τους ζητάει, που η πορεία τους στο χρόνο επιβάλλει. Είδα το μέλλον τους και δε μου φάνηκε διαφορετικό απ’ το παρόν τους. Είδα την ήττα της ανθρωπότητας στην όποια προσπάθεια έκανε ποτέ να απογκετοποιηθεί, σκοτώνοντας τα παιδιά της αντίπερα όχθης. Σκοτώνοντάς τα για ένα εισιτήριο που δεν είχαν, ένα καρπούζι που πήραν από ένα χωράφι, ένα αυτοκίνητο που έκλεψαν.

Αποδοχή: Και το αποδέχτηκα. Δυστυχώς, το αποδέχτηκα. Κι αυτή είναι ξανά η νίκη τους. Η νίκη αυτών με τα όπλα στα χέρια και τις μπότες στα πόδια. Όχι η ήττα μου αλλά η αποδοχή της.

Κι όπως άφταστα έχει πει ο Κώστας Χατζής:

«Γιατί η αλήθεια είναι πικρή
κι έχουν οι άνθρωποι καρφί
 δέκα αλήθειες αν θα πεις
 δέκα φορές θα σταυρωθείς
 και τότε -και τότε οι άνθρωποι θα πουν ξανά
 γύφτοι-γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά.»

*Για το κείμενο χρησιμοποίησα το –από κάποιες οπτικές- αμφιλεγόμενο μοντέλο των πέντε σταδίων του πένθους, της απώλειας. Όσο έγραφα έπαιζε το τραγούδι του Κώστα Χατζή «Τα καρφιά».