Medusa

Εδώ, τα κορίτσια που μιλάνε, τα αλλάζουμε σε Μέδουσες

Μίλα! Σπάσε τη σιωπή. Μην αφήνεις τον καιρό να περάσει. Κάντο τώρα, όσο ακόμη είναι φρέσκο. Τι φοβάσαι; Αν μιλήσεις τώρα, αν το κάνεις έγκαιρα θα δείξεις ότι δεν το ‘θελες. Θα μας έχεις δίπλα σου. Εμάς, τους πολλούς, τους άγνωστους. Θέλουμε την κίνησή σου για να πάρουμε μπρος. Δώσε μας το έναυσμα. Και πείσε μας. Κάντο όπως οφείλεις. Σπάσε τη σιωπή ουρλιάζοντας, με θεατές, με σόου.

 

-Γιατί δε μιλάς; Γιατί δε μίλησες; Γιατί δεν το ‘κανες τότε; Τότε…

 

Η Μέδουσα ήταν κορίτσι όμορφο. Έπεφτε πάνω της ο ήλιος και φωτιζόταν ολόκληρος ο ναός της Θεάς Αθηνάς. Ιέρειά Της, αφιερωμένα τα νιάτα της και τα χαμόγελά της σε τελετές που υμνούσαν τη σοφία Της. Νόμιζε είχε την προστασία Της, ακόμη κι όταν ο Ποσειδώνας ξεκίνησε να τη γυροφέρνει. Ακόμη κι όταν ο ανίκητος και δεύτερος των Θεών, την πλησίαζε και την άγγιζε όπως δε θα έπρεπε να κάνει. Νόμιζε, η Θεά ήταν μαζί της. Τόσον καιρό Την είχε στη δούλεψή της. Θα της στεκόταν, φαντάστηκε. Γυναίκα εξάλλου. Δεν πρόλαβε όμως να Της πει. Έγινε και δεν πρόλαβε.

Απόγευμα, άφησε τη θάλασσα, μεταμορφώθηκε σε άλογο, μπήκε στο ναό και τη βίασε πάνω στο ιερό. Ο άντρας, ο ανίκητος, ο ευυπόληπτος, ο ώριμος, ο Ποσειδώνας. Κι η Μέδουσα, κορίτσι μικρό… ποιαν αντίσταση να φέρει και πώς;

 

«Χρειαζόμασταν πλήρεις αποδείξεις και δεν τις είχαμε. Οι άνθρωποι δεν καταδικάζονται με ιδεοληψίες» (εισαγγελέας στη δίκης της υπόθεσης trafficking της Ηλιούπολης).

 

Μια σερβιτόρα, ένα κορίτσι που δούλευε και την έβλεπε κάθε μέρα, της μίλησε, της άνοιξε καρδιά και αγκαλιά και κέρδισε κάτι τόσο απλό μα και τόσο τεράστιο: την εμπιστοσύνη της. «Αν θες βοήθεια, έλα σε εμένα». Και πήγε. Και γύρω τους χτίστηκε ένα κουκούλι από φεμινιστικές συλλογικότητες, από πολιτικές οργανώσεις, από ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν, που δεν έκαναν πίσω, που υπήρξαν εκεί. Και το κουκούλι έφτασε ως τη δίκη. Ως τη μέρα που θα ‘πρεπε να ανοίξει και το κορίτσι να βγει πεταλούδα. Να γίνει ψυχή και να πετάξει έχοντας τα φτερά της ελαφριά από την αίσθηση των λέξεων «αποδόθηκε δικαιοσύνη». Έπρεπε… αλλά σε μύθο και πραγματικότητα, σε ετούτο τον τόπο, όταν το επίδικο είναι το φύλο, δεν τα πάμε καλά με αυτές τις λέξεις.

Αθώους τους πρότεινε ο εισαγγελέας. Βιαστές και προαγωγούς και κακοποιητές. Αθώους. Και το κορίτσι το ένα; Και το κορίτσι το άλλο; Σχεδόν… «τα ήθελαν» είπε ο εισαγγελέας. Είχαν την επιλογή να κάνουν κάτι διαφορετικό στη ζωή τους και δεν το έκαναν, είπε ο άνθρωπος του νόμου. Και τα δόντια έσφιξαν τόσο που έσπασαν, οι γροθιές χτύπησαν τα ντουβάρια και μάτωσαν, τα «γαμώτο» μας έπνιξαν δάκρυα τα μάτια μας.

 

-Όχι! Όχι πάλι! Πώς να μιλήσουμε ξανά; Πόσες ακόμη ήττες να κουβαλήσουμε στην πλάτη μας; Θέλει γόνατα ετούτη η ζωή και μας τα ‘χετε σπάσει ξανά και ξανά.

 

Η Θεά Αθηνά μόλις έμαθε τι συνέβη, μόλις μίλησε το κορίτσι, απέδωσε δικαιοσύνη με τον τρόπο που αποδίδεται χιλιάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο. Τιμώρησε το θύμα του βιασμού κι άφησε τον θύτη να αλωνίζει σε άλλα κρεβάτια, σε άλλα ιερά. Πώς να τα βάλει εξάλλου με τον άντρα ενός τέτοιου στάτους; Μεταμόρφωσε την πανέμορφη Μέδουσα σε απεχθές τέρας. Γέμισε το κεφάλι της φίδια και της έδωσε ασχήμια τέτοια που όποιος την αντίκρυζε στο πρόσωπο πέτρωνε. «Σπάσε τη σιωπή» είχαν πει μάλλον και στην ιέρεια τότε…

 

«Κι εσύ εδώ, με γυρισμένο το πλευρό, κάποτε ήσουνα αλάτι και νερό, μα τώρα μέδουσα με τσίμπημα σκληρό». Κι έχεις τους λόγους σου, έχετε τους λόγους σας αιώνες και αιώνες τώρα.

 

*Το κείμενο γράφτηκε ακούγοντας άπειρες φορές το τραγούδι «Μέδουσα» του Κώστα Παρίσση, σε στίχους Ερασμίας Εμφιετζόγλου και ερμηνεία Μπάμπη Στόκα.