Σαν γίνει ο πόνος του ενός, ο πόνος του καθένα

Δεν ξέρω από πού να το πιάσω. Δεν έχει γωνίες ετούτη η εποχή. Γλιστράω και πέφτω, τα δάχτυλά μου δεν γαντζώνονται πουθενά. Άλλες φορές, σε άλλους καιρούς, θα έλεγα «δεν πειράζει, θα με σώσει πάλι η μουσική».

Τώρα όμως, ακόμη κι αυτή η μουσική, είναι απαγορευμένη. Ακόμη και το να ακούς σιωπηλός σε ένα μπαρ μια γκάιντα κι ένα μπαγλαμαδάκι είναι απαγορευμένο. Σαν ήττα απ’ τα αποδυτήρια μου μοιάζει αυτό. Ή καλύτερα: απ’ τα καμαρίνια.

Συνηθίσαμε το θάνατο. Κι αυτό από μόνο του είναι μια δύσκολη πρόταση. Έχει αγκάθια κι αίματα παντού. Συνηθίσαμε να χάνουμε εκατό ψυχές, εκατό φίλους, εκατό συγγενείς, εκατό έρωτες, εκατό αγκαλιές, εκατό γείτονες, εκατό καλημέρες κάθε μέρα. Πώς μας έγινε βίωμα αυτό; Ένα μικρό χωριό λιγότερο κάθε εικοσιτέσσερις ώρες. Γιατί το αντέχουμε; Τόσον πόνο, πώς;

Συνηθίσαμε τη βία. Βάλαμε στη γλώσσα μας -και ακόμη δίνουμε μάχες για να είναι στη γλώσσα μας- τον όρο γυναικοκτονία. Δίνουμε μάχες για να μην τον κοκκινίζει το λεξικό του office, για να μην τον ειρωνεύεται ο σεξιστής της διπλανής πόρτας. Συνηθίσαμε ως φυσιολογικό τα κορίτσια να περπατάν με ένα κλειδί τα βράδια ανάμεσα στα δάχτυλα, να λογαριάζουν ξανά και ξανά το μήκος της φούστας τους πριν βγουν για μια μπύρα, τη στιγμή που κάποιος άντρας θα τους λέει «γιατί αργείς να ντυθείς, τι σε δυσκολεύει τόση ώρα;» Κορίτσια μαχαιρωμένα στο πάτωμα, στη μέση του δρόμου, στο κρεβάτι τους. Γυναίκες βιασμένες στο σοκάκι, στο αυτοκίνητο, στο σπίτι τους. Ποτέ και πουθενά ασφαλείς.

Συνηθίσαμε την κοροϊδία. Την ακρίβεια, τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, τη βενζίνη, το σούπερ μάρκετ. Το να τελειώνει ο μισθός μας τη βδομάδα που τον παίρνουμε. Το να δανειζόμαστε από γονείς, γνωστούς και φίλους για να βγει ο μήνας. Συνηθίσαμε να προσπαθούμε και να σωζόμαστε μόνοι. Λες και εμείς είμαστε και το κράτος και η κυβέρνηση και οι μηχανισμοί υποστήριξής μας. Να σωζόμαστε μόνοι στις πανδημίες, στις πυρκαγιές, στις βροχές, στους σεισμούς, στα χιόνια. Μπορούμε δεν μπορούμε. «Ατομική ευθύνη» μας τό ‘παν. Μαζική δημιουργία ενόχων είναι.

Εν τέλει, συνηθίσαμε τον πόνο. Τον άγριο, τον έντονο, τον δύσκολο πόνο. Αυτόν που ξεκινάει στο σημείο επαφής και καταλήγει πάντα στο μυαλό. Αυτόν που λες «τελείωσε, τώρα η φλέβα θα σπάσει, ως εδώ ήμουν». Τον πόνο των σπασμών, της δυσκολίας στην ανάσα, του πανικού. Αυτόν που παίρνει οξυγόνο απ’ τον εγκέφαλο και πια δε σκεφτόμαστε και πια δε βλέπουμε μπρος μας τη λύση, τη μόνη λύση, τη μία λύση. Αυτόν τον πόνο που θέλουν να ‘χουμε: τον περιχαρακωμένο πόνο του ενός.

———————

Αλλά ρε παιδί μου, ένα κλικ μόνο απέχουμε απ’ το να τα γυρίσουμε όλα ανάποδα. Ένα κλικ μόνο απ’ το να γκρεμίσουμε κάθε πέτρα αυτού που έχτισε η κακιά συνήθεια. Αρκεί να γίνει ο πόνος του ενός, ο πόνος του καθένα. Ο πόνος της γυναίκας που κακοποιείται, ο πόνος του εγκλωβισμένου στην Αττική Οδό, ο πόνος αυτού που καίγεται το σπίτι του, ο πόνος του απολυμένου, ο πόνος αυτού που χάνει τον άνθρωπό του σε ένα ράντζο ενός νοσοκομείου, ο πόνος του καθένα. Αρκεί αυτό. Μετά, όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.

Alex Sid κι η Ουράνια Πατέλλη έγραψαν για τον καταπληκτικό τρίτο κύκλο της σειράς  Άγριες Μέλισσες το «Ασήμι και Σκουριά». Ένα τραγούδι που ακούγεται (στην άφταστη ακουστική του μορφή) σε σκηνές της σειράς που γονατίζουν ακόμη κι οι αλύγιστες στιγμές.