madrugada_Youtube_Official

Κανείς δε σ’ αγαπάει όπως εγώ

Κανείς.

Άρχισε να φυσάει. Έχουν πυκνώσει τα σύννεφα. Μπαλκόνι στο Ιόνιο. Απ’ τη θάλασσα ξεκινάει πάντα. Αστράφτει στα βαθιά. Απ’ τη θάλασσα ξεκινάνε όλα πάντα.

Ξύλινη βεράντα. Κοιμήθηκες στην πολυθρόνα. Είσαι ντυμένη ελαφριά. Παίρνω κουβέρτα και την περνάω απαλά δεξιά-αριστερά σου, στο λαιμό, στο σώμα. Σε τυλίγω μην σε ξυπνήσω. Κι αν ονειρεύεσαι ό,τι έρχεται, μη σε ξυπνήσω. Δε μας τρομάζει ο καιρός, οι άνθρωποι πάντα μας τρομάζουν. Φιλί στο μάγουλο. Madrugada ακούγονται από μέσα. “Nobody loves you like I do.”

Τραβάω το φερμουάρ απ’ το φούτερ μου. Ανεβάζω την κουκούλα. Βγαίνω να ψάξω τα ζώα. Δεν είναι ώρα για άλλα παιχνίδια. Ανάμεσα στα δέντρα ακούγονται σφυρίγματα. Ο αέρας πια ορίζει το απόγευμα, το φεύγα της μέρας. Τα γατιά τρέχουν, δεν έχουν καταλάβει. Έτσι είναι αυτά, νομίζουν πάντα στο τέλος θα τη γλιτώνουν. Τα αρπάζω και τα βάζω μέσα στο σπίτι. Στο κλείσιμο της πόρτας ακούγεται “your hands are so cold”. Έρχομαι, πιάνω τις παλάμες σου, τις φέρνω στο στόμα, τις φυσάω να ζεσταθούν. Κουνάς το πρόσωπο ανεπαίσθητα. Τα χείλη. Σαν χαμόγελο.

Ξαναφεύγω στο χωράφι. Να φέρω τα σκυλιά. Με κοιτάν. Καταλαβαίνουν. Ανησυχώ-ανησυχούν. Δεν ξέρω σίγουρα αν είναι ενσυναίσθηση ή καθρέφτισμα αισθημάτων. Ξέρω σίγουρα ότι μυρίζουν, νιώθουν το άγχος μου για αυτά. Άρα ακολουθούν. Εύκολα. Περνάμε μπρος σου. Ένα χάδι ο καθένας. Άλλος με χέρι, άλλος με μύτη, άλλος με γλώσσα. Μέσα πια τα τετράποδα. Ξανακλείνω την πόρτα. “Maybe it’s not enough, Nothing ever is”…

Έχουν βαρύνει όλα τριγύρω. Ο αέρας έχει ανέβει. Κοιτάζω τη θάλασσα. Κοπάδια λευκά παντού. Τα μετράω για σένα. Για την ηρεμία σου ενώ κοιμάσαι. Για να μην ξυπνήσεις απότομα, να μη σε τρομάξει τίποτα.

Φέρνω την καρέκλα μου δίπλα σου. Κάνεις μικρούς σπασμούς στο στόμα. Τα μάτια σου έχουν ένα ανεπαίσθητο τρεμόπαιγμα. Βλέπεις όνειρο. Είμαι εκεί μέσα; Κι αν όχι, δεν έχει σημασία. Είμαι εδώ έξω και κρατάω την καταιγίδα που έρχεται μακριά σου. Ξανασηκώνομαι. Πάω μέσα. Όλο το σπίτι μυρίζει ξύλο. Είναι τόσο οικείο αυτό το υλικό! Γιατί μπλέξαμε κάποτε με το τσιμέντο; Τι διάολο έχει γίνει στο μυαλό των ανθρώπων; Γεμίζω μια κούπα καφέ ζεστό. Τα ζώα ξαπλωμένα τριγύρω. Περιμένουν κι αυτά. Ξέρουν πια τι έρχεται και περιμένουν. Ανοίγω την πόρτα. Ο Hoyem επαναλαμβάνει, επιμένει, στήνει ρέπλικες: Nobody loves you like I do.”

 Το φως έχει πάρει την στροφή που σιγά-σιγά δεν βλέπω. Έρχεται δύσκολη νύχτα. Σε φιλάω στο μέτωπο. Κάνω τα μαλλιά σου στην άκρη. Πρώτες σταγόνες. Με τον αέρα μας φτάνουν. Πόσο βαριά κοιμάσαι αγάπη μου; Πόσα χρόνια ακόμη θα ‘σαι παιδάκι; Πόσα χρόνια ακόμη θα ξυπνάς ευτυχισμένη; Τα χείλη μου στα χείλη σου. Αγγίζω τη γλώσσα σου. Ανταποκρίνεσαι. Ανοίγεις τα μάτια. Χαμογελάς.

-Καφέ;

-Ναι. Καφέ.

 

Φέρνεις το δάχτυλο στο στόμα.

-Σσσσς! Άκου! Άκου το τραγούδι μέσα, μου λες. Κανείς δε σ’ αγαπάει όπως εγώ!

 

*Ξημερώματα Πέμπτης, αρχές του Οκτώβρη, καθώς η κακοκαιρία φτάνει στο Ιόνιο, οι Madrugada δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης: Nobody loves you like I do.