Ο καλύτερος τζαζ δίσκος είναι του Thelonious Monk!

65 χρόνια από την ηχογράφηση του άλμπουμ «Brilliant Corners» του Thelonious Monk – ενός πραγματικά ξεχωριστού τζαζ δίσκου. 

Όταν τίθεται το ερώτημα – διότι τίθεται τακτικά, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ποιος είναι ο καλύτερος τζαζ δίσκος όλων των εποχών, συνήθως η απάντηση έρχεται εύκολα: το «Kind of Blue» του Miles Davis! Κάποιες φορές μπορεί να παίζει και το «A Love Supreme» του John Coltrane. Σχεδόν ποτέ δεν θα δούμε να διαταράσσεται η Νο 1 θέση στην σχετική λίστα των 10, 20 ή 100 καλύτερων τζαζ δίσκων.

Θα μπορούσα με σχετική ευκολία να βρω καμιά δεκαριά δίσκους που να μπορούν να έχουν αυτή την πρωτιά – αν είχε νόημα κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού θα επιλέξω έναν (1) δίσκο που μπορεί να θεωρηθεί αναμφίβολα αριστούργημα και που δεν βρίσκουμε συχνά αναφορές σ’ αυτόν. Τον ηχογράφησε ακριβώς πριν από 65 χρόνια ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς και συνθέτες όλων των εποχών και ο τίτλος του αντικατοπτρίζει την διαχρονική του ποιότητα. Είναι το «Brilliant Corners» του Thelonious Monk, που κυκλοφόρησε αρχές του 1957 από την εταιρία Riverside και είναι ένας από του κορυφαίους τζαζ δίσκους όλων των εποχών.

Brilliant Corners

 

Ο Thelonious Sphere Monk (1917-1982) ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος πιανίστας και συνθέτης της τζαζ. Η ιδιαιτερότητά του είχε ήδη φανεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, όταν έπαιζε μαζί με τον τρομπετίστα Dizzy Gillespie, τον κιθαρίστα Charlie Christian, τον σαξοφωνίστα Charlie Parker και άλλους στις φημισμένες jam sessions στο Minton’s Playhouse και άλλα κλαμπ στο Χάρλεμ – από τις οποίες γεννήθηκε το επαναστατικό στυλ του μπίμποπ! Επίσης, μια σειρά ηχογραφήσεων που έκανε ο Thelonious Monk για την εταιρία Blue Note, από το 1947 ως το 1951, τον καθιέρωσε ως «μεγαλοφυία της σύγχρονης μουσικής» από κάθε άποψη – πιανιστική, ερμηνευτική, συνθετική.

Ωστόσο η μουσική / καλλιτεχνική αξία του Monk δεν έβρισκε και την ανταπόκριση που του άξιζε στο κοινό και στις αντίστοιχες πωλήσεις δίσκων. Ο Monk ήταν μια περίεργη προσωπικότητα, καθόλου εύκολος στον χειρισμό του –και μάλιστα για κάποια εποχή δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί η αστυνομία του είχε αναστείλει την κάρτα για να κάνει εφανίσεις σε κλαμπ. Ο παραγωγός Orrin Keepnews όμως τον ήθελε στην καινούρια εταιρία του, την Riverside, που έφτιαξε το 1955 και πλήρωσε τα 108 $ που απαιτούνταν για να λυθεί το συμβόλαιό του από την εταιρία Prestige του Bob Weinstock. [Όλα αυτά τα ονόματα – και άλλα που θα αναφερθούν – ήταν και παραμένουν μυθικά για εμάς τους τζαζόφιλους!]

Ο Keepnews είχε την αντίληψη πως για να αυξήσει τη δημοφιλία του Monk καλό θα ήταν να του βγάλει δυο δίσκους με «ασφαλή» πρώτη ύλη: έναν με τζαζ στάνταρντς και έναν με συνθέσεις του Duke Ellington. Όμως και τα δυο άλμπουμ, «Thelonious Monk Plays Duke Ellington» και «The Unique Thelonious Monk» που προέκυψαν δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη. Έτσι, η επόμενη κίνηση δεν θα μπορούσε παρά να γίνει με original συνθέσεις του Monk – και έτσι προέκυψε το άλμπουμ «Brilliant Corners».

Μαζί με τον Monk έπρεπε να παίξουν κορυφαίοι μουσικοί και ένα όνομα που ορίστηκε εξαρχής ήταν αυτό του «κολοσσού του σαξοφώνου», του Sonny Rollins, που ήταν το πρώτο όνομα εκείνη την χρονιά. Ο Oscar Pettiford στο κοντραμπάσο ήταν μια επίσης «αβλεπής» επιλογή ενώ ο μάγος των ντραμς εκείνη την εποχή ήταν ο Max Roach. Το team συμπληρώθηκε με έναν ακόμα σαξοφωνίστα, τον Ernie Henry που, εκτός από το ταλέντο του στο παίξιμο του άλτο, πάλευε και με τη ντρόγκα!

Η πρώτη session έγινε την 9η Οκτωβρίου του 1956, όπου ηχογραφήθηκαν δύο συνθέσεις του Thelonious Monk – η μπαλάντα «Pannonica», με τον Monk να παίζει ταυτόχρονα πιάνο και τσελέστα (που μαζί με τα tympani ήταν ένα «κλασικό» όργανο που βρέθηκε στο στούντιο) και το «ακατάστατο» μπλουζ «Ba-Lue Bolivar Ba-Lues-Are». Και τα δυο κομμάτια είναι αριστουργήματα αρχιτεκτονικής και ευρηματικότητας, και τα δυο κομμάτια αναφέρονται στην «Βαρώνη της τζαζ», την θρυλική Pannonica (ή Nica) de Koenigswarter, μαύρο πρόβατο της δυναστείας Rothschild, στενή φίλη των κορυφαίων τζάζμεν της εποχής. [Την περίοδο εκείνη ο Monk ήταν άστεγος, λόγω μιας πυρκαϊάς στο διαμέρισμά του, και η Nica φιλοξενούσε την οικογένειά του στην σουίτα της, στο ξενοδοχείο Bolivar].

Στις 15 Οκτωβρίου η ομάδα μαζεύτηκε ξανά στο στούντιο για να ηχογραφήσει τον υπόλοιπο δίσκο – όμως το μόνο που πέτυχαν ήταν να γράψουν εικοσιπέντε (25!) εκδοχές του «Brilliant Corners», του κομματιού που δίνει το όνομα στον δίσκο – και τον ανοίγει. Ο Monk είχε γράψει ένα κομμάτι ιδιοφυές ως σύνθεση, με συνεχείς αλλαγές ρυθμών, πανδύσκολο ακόμα και για τους σπουδαίους μουσικούς και ιδιαίτερα στο μέρος που θα έκαναν σόλο – καθώς μόνο ο Monk ήξερε τις ακριβείς θέσεις των τονισμών του ρυθμού! Ο Ernie Henry ήταν αδύνατο να παίξει πάνω σ’ αυτή τη ρυθμική βάση και ο Monk για να τον διευκολύνει απλώς δεν έπαιξε πιάνο στη διάρκεια του σόλο του! Ο Oscar Pettiford βρίστηκε και πλακώθηκε με τον Monk και, τελικά, μόνο ο Rollins με τον Roach αποδείχτηκαν πραγματικοί πυλώνες πλάι στον Monk σε όλη την διάρκεια της δημιουργίας αυτού του δίσκου. [Το «Brilliant Corners» που υπάρχει στον δίσκο είναι τελικά μια μαεστρική σύνδεση δύο από τις 25 εκδοχές που γράφτηκαν.]

Επειδή ο δίσκος δεν είχε τελειώσει με τα τρία αυτά κομμάτια, ορίστηκε μια ακόμα συνάντηση στο στούντιο για τις 15 Δεκεμβρίου. Για ευνόητους λόγους ο σπουδαίος μπασίστας Oscar Pettiford δεν ήταν ευπρόσδεκτος – έτσι ο Monk πήρε τον ταλαντούχο μπασίστα Paul Chambers. Και επειδή ο σαξοφωνίστας Ernie Henry είχε βρει δουλειά στην μεγάλη ορχήστρα του Dizzy Gillespie, ούτε αυτός θα μπορούσε να είναι στο γκρουπ. Στη θέση του ήρθε ο τρομπετίστας Clark Terry. Όλοι μαζί ηχογράφησαν την παλαιότερη σύνθεση του Thelonious Monk «Bemsha Swing» και ο δίσκος έκλεισε με μια σόλο πιανιστική ηχογράφηση της σύνθεσης «I Surrender Dear» του Barry Harris.

Το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος τέλειος, με πλήρη κριτική αλλά και εμπορική αποδοχή, που έβαλε τον TheloniousMonk στο κάδρο των μεγάλων της τζαζ – κατάσταση που παγιοποιήθηκε και οριστικοποιήθηκε στις επόμενες δεκαετίες, ακόμα και όταν ο Monk είχε πια αποχωρίσει από την ενεργό δράση. Οι συνθέσεις του έγιναν βασική δημιουργική πρόκληση για την τζαζ – κάθε τόσο τις συναντάμε μπροστά μας, σε ποικίλες εκδοχές – και ο δίσκος «Brilliant Corners», σε κάθε μορφή του (αναλογική, ψηφιακή, streaming) ένα από τα διαχρονικά διαμάντια της δισκογραφίας.

Thelonious Monk