Από την anti-jazz στην spiritual jazz

Τέσσερα βράδια με τον John Coltrane στο «Village Vanguard» που έχουν περίοπτη θέση στην δισκογραφία της σύγχρονης τζαζ.

Η δεκαετία 1955-1965 είναι από τις πιο συναρπαστικές στην ιστορία της τζαζ. Μέσα σ’ αυτήν έδρασαν μερικές από τις πιο σημαντικές μορφές αυτής της μουσικής αλλά και σ’ αυτό το διάστημα εδραιώθηκε και η διαχρονική καλλιτεχνική της αξία καθώς, εκ των πραγμάτων, έχανε την όποια πρωτοκαθεδρία της σε δημοφιλία ως ποπ μουσική από την έλευση και επικράτηση του ροκ εν ρολ! Μέσα στο δεύτερο μισό των fifties είδαμε (ή μάλλον ακούσαμε) τον Miles Davis να ανοίγει δρόμους και κατευθύνσεις στη μουσική και τον Thelonious Monk να γίνεται first class master! Και μέσα σ’ αυτό το διάστημα – από τα γκρουπ των δυο γιγάντων που προαναφέραμε – είδαμε να εμφανίζονται ξεχωριστά ταλέντα όπως ο σαξοφωνίστας John Coltrane, το όνομα και η μουσική του οποίου κυριάρχησε από τα sixties και μετά και που κυριαρχεί και σήμερα καθώς η οποιαδήποτε αναφορά που σχετίζεται με spiritual jazz (κυρίως στη νέα βρετανική τζαζ σκηνή) ανάγεται στη δική του μουσική, 60 χρόνια πριν!

Πριν από 60 χρόνια, τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1961, έγιναν στο «Village Vanguard», το θρυλικό τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης, κάποιες ηχογραφήσεις με το γκρουπ του John Coltrane που όρισαν την έννοια της spiritual jazz όπως χρησιμοποιείται για δημοσιογραφικοαισθητικούς λόγους σήμερα όταν αναφερόμαστε στην σύγχρονη τζαζ συγκροτημάτων όπως οι Sons of Kemet του σαξοφωνίστα Shabaka Hutchings, οι The Comet is Coming κ.ά. Ο John Coltrane το 1961 βρισκόταν σε ένα διαρκές και δημιουργικό ψάξιμο σε ότι αφορά τη μουσική του και είχε ήδη ξεκινήσει τη συνεργασία του με έναν άλλο νέο και δημιουργικό τζάζμαν που ερχόταν από τη Δυτική Ακτή, τον σαξοφωνίστα / κλαρινετίστα / φλαουτίστα – αλλά και συνθέτη / ενορχηστρωτή – Eric Dolphy. [Ο Dolphy είχε ήδη επιμεληθεί ενορχηστρωτικά τους δύο πρόσφατους δίσκους του Coltrane «Africa / Brass» στην Impulse! και «Ole Coltrane!» στην Atlantic, που είχαν γίνει με μεγάλα ορχηστρικά σύνολα].

Οι εμφανίσεις του John Coltrane με τον Eric Dolphy στο «Village Vanguard» είχαν ήδη ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 1961 και αμέσως άρχισαν να προκαλούν αντιδράσεις. Ιδιαίτερα το περιοδικό Down Beat, το σπουδαιότερο έντυπο για την τζαζ στις ΗΠΑ, εμφανίστηκε μέσω του κριτικού John Tynan να γράφει πως πρόκειται για μια μουσική ανοησία που εμφανίζεται κάτω από το όνομα της τζαζ και πως είναι στην ουσία μια τρομακτική επίδειξη της νέας τάσης που μόνο σαν «anti-jazz» μπορεί να χαρακτηριστεί! [Ο Tynan προφανώς είχε φρικάρει και με τον δίσκο «Free Jazz» του άλλου σπουδαίου σαξοφωνίστα της εποχής, του Ornette Coleman, που είχε κυκλοφορήσει ένα μήνα πιο πριν και ήταν αρκετά… τρομακτικός για τα συντηρητικά αυτιά της εποχής].

Μετρώντας τις αντιδράσεις που προκαλούσαν οι live εμφανίσεις του Coltrane, ο παραγωγός του στην εταιρία Impulse!, ο Bob Thiele, σκέφθηκε πως καλό θα ήταν να ηχογραφήσει ζωντανά αυτή την προκλητική και σίγουρα ενδιαφέρουσα μουσική. Έτσι, για τέσσερα βράδια – 1, 2, 3 και 5 Νοεμβρίου 1961 – έφερε τον μετρ ηχολήπτη Rudy Van Gelder (το όνομά του είναι θρύλος από τα άλμπουμ της Blue Note, της Prestige και άλλων ιστορικών jazz labels) να ηχογραφήσει τη μουσική που έπαιζαν στο κλαμπ ο Coltrane, ο Dolphy και οι φίλοι τους. Το πρώτο άλμπουμ από αυτές τις sessions κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1962, είχε τίτλο «Coltrane “Live” at the Village Vanguard» και ήταν, όντως, ρηξικέλευθο.

Στην πρώτη πλευρά ο δίσκος είχε μιαν εκτενή σύνθεση με τίτλο «Spiritual» όπου ακούμε τον Coltrane στο σοπράνο σαξόφωνο και τον Eric Dolphy στο μπάσο κλαρίνο να κάνει ο καθένας το δικό του modal trip ενώ την δεύτερη καλύπτει ένα ακόμα πιο εκτενές και ελεύθερο κομμάτι που έχει τίτλο «Chasin’ the Trane» με τον Coltrane να παίζει ένα μαραθώνιο σόλο στο τενόρο με μόνη συνοδεία από μπάσο και ντραμς. Στο ενδιάμεσο, μια εξαιρετική απόδοση του τζαζ στάνταρντ «Softly, As In A Morning Sunrise» με όρους straight jazz για να έρθουν όλα στα ίσα τους!

Ένας δεύτερος δίσκος από αυτές τις ηχογραφήσεις κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1962 και είχε τίτλο «Impressions». Ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακός καθώς άνοιγε με το κομμάτι «India», με ένα εμφανώς ανατολίτικο mode από το σοπράνο του Coltrane πάνω σε ένα drone του μπάσου και έναν ιδιαίτερο τονισμό από το μπάσο κλαρίνο του Dolphy. Ο John Coltrane είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ανατολικές μουσικές – και ιδιαίτερα την κλασική ινδική. Λέγεται, μάλιστα, πως προετοιμαζόταν μια συνεργασία του με τον μετρ Ravi Shankar, που όμως δεν έγινε ποτέ. [Αντιθέτως, ο Eric Dolphy που κι αυτός είχε το ίδιο ενδιαφέρον, πρόλαβε και έκανε ηχογραφήσεις με Ινδούς μουσικούς – πριν ακόμα οι Beatles βάλουν σιτάρ στα τραγούδια τους!]

Ένα δεύτερο κομμάτι είναι το «Impressions» (που δίνει και τον τίτλο στον δίσκο) και έρχεται σαν συνέχεια των όσων είχε πετύχει ο Miles Davis με το θρυλικό του άλμπουμ «Kind of Blue» δυο τρία χρόνια πιο πριν. Έτσι, ο Coltrane με τις εμφανίσεις – και τις ηχογραφήσεις – του στο «Village Vanguard» έρχεται να εδραιώσει την αισθητική κυριαρχία της modal jazz και του ανοίγματός της τόσο προς την παράδοση («Spiritual») όσο και προς τις μουσικές του κόσμου («India»), δίνοντάς της ένα περισσότερο διεθνικό χαρακτήρα. Πράγμα που κρατάει και χαρακτηρίζει την τζαζ στις μέρες μας.

[Η πλήρης σειρά των ηχογραφήσεων του John Coltrane στο «Village Vanguard» έγινε το 1997 με το τετραπλό box set «The Complete 1961 Village Vanguard Recordings» (MCA) όπου η εικόνα της μουσικής είναι πια ξεκάθαρη καθώς γέρνει, οριστικά πια, προς την spiritual πλευρά της μουσικής.]

Μετά από αυτή την ιστορία, ο John Coltrane καταστάλαξε στην μορφή του σχήματος που θα είχε τα επόμενα χρόνια και που ήταν το «κλασικό» λεγόμενο κουαρτέτο του, με τον ίδιο στο τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο, τον πιανίστα McCoy Tyner, τον μπασίστα Jimmy Garrison και τον ντράμερ Elvin Jones, με το οποίο έγραψε ιστορία.

 

Live At the Village Vanguard

Impressions