Ψύλλοι στα άχυρα

Υπάρχουν άνθρωποι που διακονούν στο χώρο τους χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες. Χωρίς να διαφημίζονται ή να αυτοδιαφημίζονται, χωρίς να περιμένουν την αναγνώριση, αν και θα τους έπρεπε. Παράγουν το έργο τους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αισθάνονται ικανοποιημένοι με την προσφορά τους παρόλο που οι συνθήκες στις οποίες εργάζονται δεν είναι οι καλύτερες δυνατές.

Από αυτούς είναι και ο κιθαρίστας Λευτέρης Χριστοφής. Ξεκίνησε τη διαδρομή του πιάνοντας για πρώτη φορά στα χέρια του μια πλαστική κιθάρα. Σήμερα, κάμποσα χρόνια αργότερα, είναι ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους κιθαρίστες, μέλος της παγκοσμίου φήμης εταιρείας κατασκευής κιθάρας Benedetto –πρόκειται περισσότερο για κοινότητα παρά για εταιρεία με τη στενή έννοια της λέξης- όπου μάλιστα τον έχει χαρακτηρίσει ως «έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες της Ευρώπης». Έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τους Τσίκο Φρίμαν, Πολ Βέρτιγκο, Τζεφ Μπερλίν, Ντομινίκ ντι Πιάτσα, Μισέλ Πετρουτσιάνι, Γκιλ Εβανς, John McLaughlin Trio. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε τζαζ μουσικό / συνθέτη αλλά μάλλον ο χαρακτηρισμός αυτός τον αδικεί, εφόσον κινείται σε ένα ευρύτερο φάσμα…

 

Λευτέρης Χριστοφής

 

Το θέμα μας εδώ δεν είναι ο μουσικός αλλά η μουσική φωλιά που έχει δημιουργήσει στο Χαϊδάρι. Την Αίθουσα Μουσικής – Κέντρο Μουσικών Συνόλων και Αυτοσχεδιασμού, από το 2011 (τελεί υπό την αιγίδα του τοπικού δήμου). Εκεί, λοιπόν, στους χώρους που διαθέτει, πραγματοποιούνται δράσεις που έχουν χαρακτήρα πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, επιμορφωτικό, ερευνητικό και καλλιτεχνικό. Ειδικά στο Jazzet έχουν πραγματοποιηθεί εκατοντάδες συναυλίες, ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, φεστιβάλ κ.ο.κ., που προωθούν τη μουσική και τους δημιουργούς της.

Εμπεριστατωμένη προσπάθεια, η οποία παραμένει ουσιαστικά εδώ και είκοσι χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως συμβαίνει και με άλλους συναδέλφους του που έχουν αναλάβει αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο παρελθόν, στο παρόν ή θα αναλάβουν στο μέλλον. Κρίμα και άδικο σε μια κοινωνία που χειροκροτεί, εν πολλοίς, το εφήμερο γυρίζοντας την πλάτη σε κάτι αληθινά πρωτοπόρο και ουσιαστικά, καλυπτόμενη πίσω από την ατάκα: «μα που να το ξέρω εγώ;».

Η έλλειψη παιδείας ενός λαού, δεν έχει να κάνει με το αν γνωρίζει ή όχι να λύνει εξισώσεις ή πόσοι ήταν οι στρατιώτες του Δράμαλη, στην ομώνυμη μάχη, στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Έχει να κάνει και με τον τρόπο που αντιμετωπίζει την Τέχνη και -εν προκειμένω- τη μουσική. Κανείς δεν αρνείται ότι στην Ελλάδα κυριαρχεί το τραγούδι. Ουδείς αμφισβητεί την κυριαρχία του. Ουδείς το κοντράρει. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι εκατοντάδες δημιουργοί, μουσικοί που έχουν ματώσει τα χέρια τους και τη ψυχή τους, αρνούμενοι να κάνουν υποχωρήσεις στο εύκολο (όπως το ορίζει ο καθένας μας) και πρέπει κάποια στιγμή να βγουν προς τα έξω. Να γίνει γνωστό το έργο τους. Και σε αυτό φυσικά η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στο κοινό. Ανήκει και στην Πολιτεία, με τον τρόπο που βάζει τις προτεραιότητές της και κυρίως τι είδους Πολιτισμό και Παιδεία, θέλει να προσφέρει στους πολίτες της.

Κάποιοι θα πουν ότι ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα. Ενδεχομένως να έχουν δίκιο. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι στα άχυρα δεν υπάρχουν κρυμμένοι κάποιοι θησαυροί;