Μίκης Θεοδωράκης: Πώς τα πρώιμα χρόνια του σημάδεψαν το έργο και τη ζωή του

Από το πρωί της Πέμπτης 2 Σεπτεμβρίου, που ο Μίκης Θεοδωράκης, αποφάσισε να φύγει, έχουν γραφεί και ειπωθεί δισεκατομμύρια λέξεις. Από τον πλέον ειδικό και αρμόδιο έως τον πιο αδαή. Φυσικό είναι. Ήταν τέτοιο το μέγεθός του, που το φαινόμενο Μίκης θα απασχολεί και θα απασχολήσει την ιστορία και την μουσικολογία και τις επόμενες δεκαετίες. Κι ίσως αναδειχθεί ακόμη καλύτερα το έργο του ως συνθέτη αλλά και ως ενεργού πολίτη. Όταν θα έχει κοπάσει ο κουρνιαχτός γύρω από τον θάνατό του και θα έχουν στερέψει οι χαρακτηρισμοί και τα επίθετα.

Αυτό που δεν θα μπορέσει ποτέ να διαψευστεί είναι η ερωτική σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τη Μουσική και τη Ζωή. Δύο έννοιες αλληλένδετες για εκείνον αλλά και για τους περισσότερους από εμάς. Ο Μίκης ήταν / είναι η Μουσική και η Ζωή. Ελεύθερος ήταν στη μουσική του ελεύθερος ήταν και στη ζωή του. Αξία που την υπερασπίστηκε έως τέλους και μια σχέση που αρχίζει από τα παιδικά του / εφηβικά του χρόνια. Ας δούμε λοιπόν πώς διαμορφώνεται αυτή η προσωπικότητα, από τα παιδικά / εφηβικά της ως και τα πρώιμα χρόνια της ζωής του.

Από τα πρώτα σχολικά του χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης διαβάζει όχι μόνο τα σχολικά (υποχρεωτικά) βιβλία αλλά και όσα βρίσκονται σπίτι του. Τότε παρουσιάζονται τα πρώτα του μουσικά σχεδιάσματα, τα πρώτα «παιδικά τραγούδια», όπως τα ονόμασε πολύ αργότερα. Υπό «Τα παιδικά μου τραγούδια» έχει κυκλοφορήσει cd στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και περιλαμβάνονται σε αυτή την αυτοβιογραφική εργασία του τραγούδια, που ο Μίκης έγραψε στην εφηβεία του, όπως για παράδειγμα  «Το καραβάκι», που το έγραψε στα δώδεκά του. Ακόμη περιλαμβάνεται το «Καληνύχτα», του οποίου στιχουργός είναι ο Μάνος Χατζιδάκις με το ψευδώνυμο «Πέτρος Γρανίτης».

 

Παράλληλα, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε στα πρώιμα στάδιά του, τη μελοποίηση ποιητών όπως είναι οι Παλαμάς, Βαλαωρίτης, Σολωμός, όπως και το γεγονός ότι οι συνθέσεις του είναι κατά 90% τραγούδια. Ένα μικρό ποσοστό συνθέσεων (απλές μελωδίες) είναι για πιάνο ή και αργότερα για βιολί και πιάνο. Συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι η ποίηση ήταν ο μοχλός δημιουργίας του συνθέτη. Από το 1937 έως σχεδόν το τέλος της ζωής του. Τον καθοδηγεί η γλώσσα και το κείμενο, εμπνέεται και βάζει την ποίηση στο στόμα όλου του κόσμου.

Το 1944 (19 ετών) γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών όπου πήρε τις πρώτες του μουσικές γνώσεις. Στα μαθήματα σύνθεσης με τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη άρχισε να ανακαλύπτει τη μουσική, όπως λέει ο ίδιος, μέσα από τη μελέτη του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν. Μετά από προηγούμενες τραυματικές μουσικές σπουδές στην επαρχία άρχισε να μαθαίνει τη γλώσσα, βρήκε τα κλειδιά να ανοίξει τους μουσικούς δρόμους των ήχων, φωτισμένους από ξανθιές συγχορδίες και μαιανδρικές γραμμές από μελωδίες σε ατελεύτητους εναγκαλισμούς γεμάτους σοφία και αίσθημα.

 

Ενώ φοιτά στο Ωδείο Αθηνών και αφού έχει αρχίσει να είναι πολιτικά ενεργός ως μέλος της ΕΠΟΝ, αποφασίζει με συμφοιτητές την ίδρυση το 1945 του «Μουσικού Σωματείου Νέων». «Σκοπός του Μουσικού Σωματείου Νέων είναι η ολοκλήρωσις των μουσικών σπουδών των νέων καλλιτεχνών και η όσο το δυνατόν ευρυτέρα διάδοσις της μουσικής. Η εις τα ψυχάς των  νέων ανάπτυξις του καλλιτεχνικού αισθήματος και η εν γένει μουσική μόρφωσις και διαπαιδαγώγησίς των. Ο σκοπός ούτος επιτυγχάνεται δια των εξής μέσων:[…] ίδρυσις λέσχης, βιβλιοθήκης, δημιουργία τμήματος ορχήστρας, χορωδίας, διαλέξεων, και εορτών με βάση την εκτέλεση προγραμμάτων από τα μέλη της ορχήστρας και της χορωδίας […]». Μαζί του συνεργάζονται και αποτελούν το προεδρείο του σωματείου οι Αργύρης Κουνάδης, Γιώργος Σισιλιάνος, Στέλιος Καφαντάρης, Δημήτρης Φάμπας και άλλοι γνωστοί συνθέτες και εκτελεστές. Οι προτάσεις και οι παρατηρήσεις τους εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ισχύουν αφού το σύστημα της μουσικής εκπαίδευσης στα ωδεία δεν έχει δει από τότε πολλούς νεωτερισμούς. Δεν μου είναι γνωστό αν έχει συγκροτηθεί από τότε άλλο σωματείο ή σύλλογος από μαθητές ωδείων, οι οποίοι ακόμη δεν θεωρούνται «φοιτητές» και δεν απολαμβάνουν πολλά από τα ανάλογα προνόμια των τελευταίων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με την παραπάνω «διακήρυξη» έχει δώσει το στίγμα του για ελευθερία και ζωή και «θεσμικά» στη μουσική, παράλληλα με τον έμπρακτο αγώνα του, μέσα από τις γραμμές της Αντίστασης και της συμμετοχής του, στη Μάχη του Δεκέμβρη του 1944.

Θεωρεί όμως ότι αυτή η μουσική που μελετάει, η μουσική στο πρότυπο της οποίας εξασκείται στη σύνθεση, είναι «απομακρυσμένη από την ελληνική μουσική πραγματικότητα. Από τότε είχε ήδη αρχίσει ο αγώνας του, αφενός να επιλέξει ανάμεσα στην περίτεχνη ευρωπαϊκή μουσική και τη δυνατή αλλά πρωτόγονη νεοελληνική μουσική και αφετέρου να βρει τον τρόπο να την υπηρετήσει ο ίδιος ενώ προσπαθεί να βρει τα ιδανικά του.

Η διαδικασία επιλογής ξεκινάει όταν το 1954 πηγαίνει στο Παρίσι για περισσότερες σπουδές με σκοπό να αποκτήσει τα μέσα ώστε να αναπτύξει τη δική του μουσική γλώσσα. Οι σπουδές τον ενδιαφέρουν πάρα πολύ, είναι άριστος σπουδαστής. Ήδη τον επόμενο χρόνο παίζεται στην αίθουσα Κορτώ της Ecole national de musique στο Παρίσι το έργο του Σονατίνα για πιάνο ενώ αρχίζουν οι παραγγελίες μουσικής για τον κινηματογράφο. Η πνευματική και ιδιαίτερα η μουσική ζωή στο Παρίσι όμως είχε απογοητεύσει τον συνθέτη. Βρήκε το περιβάλλον μουσικά ανιαρό και ο θρύλος της μουσικής της Δύσης διαλυόταν. «Στα κοντσέρτα των πρωτοποριακών μ’ έπιανε το στομάχι μου από τους σνόμπ» γράφει. Θεωρεί ότι η μουσική πρωτοπορία απευθύνεται σε πολύ μικρό «σνομπ-μυημένο» κοινό.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν διαπιστώνει ότι οι μεγάλοι μουσικοί δημιούργησαν για την εποχή τους, και όχι για την αθανασία. Δημιούργησαν για ένα συγκεκριμένο κοινό, τον λαό της χώρας τους. Το έργο τους όμως έμεινε αθάνατο στην προσπάθεια τους να εκφράσουν την εποχή τους και τον λαό τους. «Έπλασα σιγά-σιγά μέσα μου το ιδανικό της ζωής μου. Να δημιουργήσω ηχητικές τοιχογραφίες, όμως με υλικά απολύτως ζωντανά. Με αναγκαιότητα και αλήθεια. Πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα με κάθε καινούρια τεχνική προσφορά. όμως το πιο σπουδαίο, ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νοιώθει όλος ο λαός, να τη λογαριάζει για κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει από αυτόν.» έχει σημειώσει ο ίδιος.

Το 1957 παρουσιάζεται η Σουίτα αρ.1 για πιάνο και ορχήστρα, ένα έργο που ξεχωρίζει με την έντονη ρυθμικότητά του. Ο ίδιος γράφει ότι το έργο αυτό ανήκει στον ελλαδικό κόσμο, χωρίς όμως να είναι φολκλόρ. Θέλησε, γράφει, να δημιουργήσει ένα ηχητικό μνημείο στον ρυθμό και στο χρώμα αφιερωμένο στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη, ένα έργο που προχωρά σε χαλύβδινους ρυθμούς.

Πρωτοπαίχθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου του 1957 από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με σολίστ τον Jean Vigue και διευθυντή τον Ανδρέα Παρίδη και απέσπασε μόνο αρνητικές κριτικές. Παρ’ όλη την αρνητική εγχώρια κριτική όμως το έργο απέσπασε το χρυσό μετάλλιο σύνθεσης στο Παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας στον διαγωνισμό συμφωνικής μουσικής που έγινε στη Μόσχα και όπου πρόεδρος και αντιπρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Ντ. Σοστακόβιτς και Χανς Άισλερ αντίστοιχα. Αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά σουιτών που λογάριασε ο Μίκης Θεοδωράκης να συνθέσει με διαφορετικά σόλο όργανα. Τι κάνει αυτό το έργο ιδιαίτερο και πρωτότυπο για τη μέχρι τότε συνθετική του δραστηριότητα; Είναι το γεγονός ότι συνδυάζει πολλές τεχνικές και συνθετικά μέσα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μεγάλος θαυμαστής της μουσικής προσωπικότητας του Στραβίνσκι, εκτιμούσε το ρωσικό άρωμα που διαπερνούσε τα έργα του και τον θεωρούσε μεγάλο συνθέτη και στοχαστή. Ο έντονα χορευτικός και ρυθμικός χαρακτήρας του έργου είναι ο παράγοντας που έκανε τον συνθέτη να διαλέξει και τον όρο «σουίτα» για τον τίτλο του.

Το 1958, τη χρονιά των επιτυχιών του με το βραβείο της Πρώτης σουίτας, την προετοιμασία του μπαλέτου Αντιγόνη, και τη μουσική για κινηματογραφικές ταινίες, παίρνει στα χέρια του τα ποιήματα Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου. Τότε, όπως ο ίδιος γράφει, «έπρεπε να προσγειωθεί, να δει με ορθάνοιχτα μάτια την πραγματικότητα, το μέλλον». Και τότε τα πρότυπα της έντεχνης λαϊκής μουσικής αρχίζουν να υλοποιούνται. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια πήρε την απόφασή του. Η ιδέα ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δημιουργούν για την εποχή τους, δημιουργούν έργα αθάνατα που τελικά εκφράζουν όλους τους λαούς τον επηρέασε. Και φυσικά, δεν έβλεπε τη ζωή του παρά στην Ελλάδα.

 

Σε αυτά τα πρώιμα χρόνια και συγκεκριμένα στην ηλικία των 17 ετών, τη  Μεγάλη Τρίτη του 1942, ο Μίκης Θεοδωράκης και η τετράφωνη ανδρική χορωδία που είχε ιδρύσει στην Τρίπολη παρουσίασαν το Τροπάριο της Κασσιανής στον γυναικωνίτη του Ιερού Ναού της Αγίας Βαρβάρας.

Το έργο το έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης στην Τρίπολη όπου έζησε τρία νεανικά χρόνια του, φοιτώντας στο 1ο Γυμνάσιο (1940-1941). Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» αποτυπώνει γραπτώς τη μικρή «ιστορία» του «Τροπαρίου της Κασσιανής».

«… Στα 1942, τη Μεγάλη Τρίτη, η Τριπολιτσά είχε αναστατωθεί από τη μάχη των τριών Κασσιανών, όπως την ονόμασαν. Το τύπωμα και το μοίρασμα διαφημιστικών προκηρύξεων, που προκάλεσε την παρέμβαση των αρχών της κατοχής, και ο αφορισμός από το δεσπότη τού Γιάννη Κούρου με την απαγόρευση να δοθεί η «Κασσιανή» του στη Μητρόπολη προσέδωσε εκρηκτικό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Κούρο, ο καθηγητής μου κ. Παπασταθόπουλος είχε γράψει τη δική του «Κασσιανή» που θα την ερμήνευε ο ΜΟΤ (Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως) στον Προφήτη Ηλία, κι εγώ με τη δική μου, που θα τη δίναμε στην Αγία Βαρβάρα.

Ο Κούρος βρήκε τελικά κάποιο ξωκλήσι. Το έργο του ήταν στηριγμένο στην Αρκαδική Μουσική, δηλαδή μια απλούστευση της βυζαντινής, δικής του επινοήσεως. (…) Στην «Κασσιανή» του στη φράση «ως εν τω Παραδείσω», είχε βάλει φωνές που έκαναν «τσίου-τσίου», δηλαδή τα πουλιά του Παραδείσου, πράγμα που έδινε χειροπιαστά την εικόνα και ίσως για αυτή την τόλμη ο δεσπότης τον αφόρισε.(…) Η σύνθεση της δικής μου «Κασσιανής» έγινε στις αρχές του 1942. Τότε είχα μια δική μου τετράφωνη χορωδία στην Αγία Βαρβάρα για το μέρος της Λειτουργίας. Έγραφα «Χερουβικά», «Σε υμνούμεν» και άλλα μέρη. Άρχισα τις πρόβες αμέσως. Κάθε φωνή ξεχωριστά. Έτσι κάθε μέρα δούλευα τέσσερις μόνο ώρες για τις φωνές. Ανακάλυψα και έναν θαυμάσιο βαρύτονο – ήταν μόνιμος επιλοχίας – για τον οποίο έγραψα ένα μεγάλο σόλο. Στη δική μας εκτέλεση στην Αγία Βαρβάρα χάρη στον πατέρα μου ήρθαν οι αρχές της πόλης.(…) Μετά οι τρεις χορωδίες σμίξαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα. Φάγαμε, ήπιαμε και, οι αθεόφοβοι, ψάλαμε και τις τρεις «Κασσιανές»».

Είπαμε… ζωή, ελευθερία, μουσική. Τρίπτυχο αδιαίρετο που τον ακολούθησε πάντοτε.

 

Πληροφορίες από το κείμενο της μουσικολόγου και διευθύντριας της Μουσικής Βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη, του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών Στεφανίας Μεράκου, που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου «Μίκης Θεοδωράκης, Ο άνθρωπος, ο δημιουργός, ο μουσικός, ο πολιτικός· ο Κρητικός και ο Οικουμενικός» που πραγματοποιήθηκε στα Χανιά, στις 29-31 Ιουλίου του 2005, υπό την αιγίδα της Νομαρχίας Χανίων.

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη. Ευχαριστούμε πολύ τον Πέτρο Παράσχη για την παραχώρησή τους.