Οι συγκεκριμένοι τρόποι του «υπάρχω»

Οι τρόποι να το πεις είναι άπειροι. Ο τρόποι να το ορίσεις άλλοι τόσοι. Κι η Μαρία τους είπε και τους όρισε όλους. Συγκεκριμένα.

Τελευταίο βράδυ στη Θεσσαλονίκη μετά από 15 χρόνια κάτοικός της, σε αγαπημένη μπάρα, το ζήτησα. Ήταν ολόφρεσκο, δεν το ήξεραν. Σε τρία λεπτά έπαιζε στα ηχεία. Γέμισε το χώρο. Από τοίχο σε τοίχο, από μπουκάλι σε ποτήρι, από στόμα σε αυτί, από χείλη σε χείλη.

Δεν ήθελα να μιλάω. Ήθελα να το ακούσω. Να δακρύσω. Να σκεφτώ. Να φύγω, να ‘ρθω και να ξανάρθω. Ήθελα να πονέσω, να χάσω, να ματώσω, να συρθώ, να εξαφανιστώ. Να με ψάξουν μάτια, σκέψεις, αγκαλιές, φιλιά, δάχτυλα, νύχια. Να με αναζητήσει φωνή, οργή, νεύρα, ουρλιαχτά, απόγνωση. Να ‘μαι πεθαμένος, νεκρός, τίποτα. Και να εμφανιστώ ξανά. Να μπω πάλι στο χώρο. Να χαμογελάσω. Να σηκώσω το ποτήρι. Σαν «γεια μας». Σαν «υπάρχω».

Δεν είναι μια ακόμη διασκευή, μια ακόμη εκτέλεση. Δεν είναι οι ίδιες νότες, στην ίδια σειρά με άλλο φλερτ, μιαν άλλη μέρα. Όχι, καθόλου. Είναι ένας άλλος κόσμος. Απ’ την αρχή ως το τέλος του, αυτό το τραγούδι, σε αυτή τη μορφή, είναι κάτι που αβιογεννά ομορφιά. Είναι ένα απόγευμα σε ένα μπαλκόνι ενός ξύλινου σπιτιού, είναι μια κουβέντα που έχει ανοίξει ο Στήβεν Κινγκ, η Ούρσουλα Λε Γκεν, ο Τόλκιν κι ο Ρόμπινς για έναν κόσμο από την αρχή, από το μηδέν. Είναι κοσμικό το ταρακούνημα στο άκουσμά του. Big bang κι έλα να τα ξαναδούμε. Όλα. Όρθια και γκρεμισμένα.

Στο νησί πια. 23 χρόνια μετά, στις βροχές του, τον αέρα του, τις φουρτούνες του, τους άδειους δρόμους, τα παγωμένα καφενεία. Με επιλεγμένα τα «για πάντα», με δεδομένα τα «θέλω», με αδιαπραγμάτευτα τα «από εδώ και πέρα». Δεν είναι η ηλικία, οι πόνοι, τα νούμερα στις εξετάσεις, οι νίκες και οι ήττες ως τώρα που βάζουν το περίγραμμα σε όλα αυτά. Αδιαφορώ. Είναι άλλα.

Περπατάω με τα σκυλιά μόνος. Σαν και στα αυτιά μου να παίζει συνέχεια η μουσική που έστησε κι έβαλε ο Monsieur Minimal. Ξέρω, τώρα δεν χάνω. Ένας με όλους. Ας έρθουν. Ανεβάζω την ένταση. Τριγύρω δέντρα, πουλιά, φύση. Θυμάμαι, συγκρίνω, κουνάω το κεφάλι. Για ποια δύσκολα πλέον να οπισθοχωρήσω; Αυτό που κάνει αυτή τη διασκευή ανίκητη είναι που δεν αφήνει ανοιχτές κερκόπορτες. Αν ήθελες να την σφυρίξεις θα ‘πρεπε να ‘σαι δύτης-σφουγγαράς παλιά στην Κάλυμνο. Μουσική μιας ανάσας. Γέφυρα ασφαλείας πάνω απ’ το χάος. Κανένα κενό, καμιά χαραμάδα. Τέσσερα λεπτά πυκνής έντασης.

Υπάρχω. «Μες στην τύχη σου που βρίζεις». Υπάρχω. Κι ακούγοντάς το απ’ τη Μαρία, δε νομίζω ότι μπορεί σε κανέναν κόσμο άνθρωπος ή άλλο πλάσμα, να βάλει το ρο δίπλα στο χι με τέτοιο τρόπο που τα υπόλοιπα γράμματα της λέξης να νιώθουν άβολα συνυπάρχοντας στον ίδιο χώρο με μια τόσο όμορφα άγρια ένωση.

*Το κείμενο γράφτηκε σε διάλογο με τη μετακόμισή μου από τη Θεσσαλονίκη στη Λευκάδα και τη διασκευή του Monsieur Minimal στο «Υπάρχω». Η Μαρία Παπαγεωργίου ήταν παντού.