Ο χειροποίητος σερ Πολ

Είναι ο πρωτότοκος γιός μιας μαίας κι ενός εργάτη από το Λίβερπουλ. Αλλά είναι και χρισμένος ιππότης (τουτέστιν, σερ). Επιπροσθέτως, είναι και ο πλουσιότερος μουσικός αστέρας έβερ, με περιουσία που σήμερα υπολογίζεται σε 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνθέτει, γράφει στίχους, τραγουδάει (πιάνοντας άνετα τέσσερις οκτάβες), παίζει ακουστική κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, πλήκτρα, και ντραμς, μόνο που είναι αυτοδίδακτος. Πέρα, δηλαδή, από την διαρκή παρότρυνση του (ερασιτέχνη τζαζίστα) πατέρα του να παίζει μουσική, άλλο επίσημο εφόδιο δεν έχει.

Παρά ταύτα, αυτός ο τύπος έχει υπογράψει ή συνυπογράψει 32 τραγούδια που έφτασαν (ή και στρογγυλοκάθισαν) στο Νο1 του Billboard, ενώ το μυθικό του «Yesterday» είναι με διαφορά το πιο πολυδιασκευασμένο κομμάτι στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής –υπάρχουν πάνω από 3.000 ηχογραφημένες εκδοχές του, λέει η Μπριτάνικα.

Συγχρόνως, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στα 20φεύγα του, λογιζόταν ως «ο γλυκούλης Μπιτλ», τίτλος που εκτός από λιποθυμίες και αλαλαγμούς συνεπαρμένων κοριτσιών δημιουργούσε και προϋποθέσεις για έκλυτο βίο και εύκολο σεξ. Εκείνος, όμως, παντρεύτηκε στα 27 του κι έμεινε με την ίδια γυναίκα επί 29 χρόνια έως τον πρόωρο θάνατό της…

Ιδού μερικά αντιθετικά διαπιστευτήρια του σερ Τζέιμς Πολ ΜακΚάρτνεϊ, του 78χρονου τέως μέλους των Beatles, που όχι μόνο δεν επαναπαύτηκε στις «σκαθαρικές» δάφνες του, αλλά συνέχισε (και συνεχίζει) να εξελίσσει το μουσικό του ιδίωμα κατακτώντας κορυφές με τους Wings την δεκαετία του ‘70, με το ντουέτο The Fireman στις αρχές του ’90, ή μέσα από αξιομνημόνευτες συνεργασίες με τον Στίβι Ουόντερ, τον Μάικλ Τζάκσον, και πιο πρόσφατα με τον Κάνγιε Ουέστ και την Ριάνα.

Αλλά βέβαια, πέρα από αυτές τις αστεράτες συμπράξεις, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ο ΜακΚάρτνεϊ έχει καθιερωθεί πρωτίστως ως σόλο μουσικός. Που γεμίζει μοναχός στάδια (184.000 άνθρωποι παρακολούθησαν την συναυλία του στο Μαρακανά του Ρίο ντε Τζανέιρο στις 21 Απριλίου 1990), και παράγει κάθε τόσο προσωπικά άλμπουμ αξιώσεων (το «Egypt Station», λόγου χάρη, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 2018, ήταν το πρώτο σόλο άλμπουμ του που χτύπησε το Νο1 του Billboard άμα τη εμφανίσει). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο σερ Πολ έχει δυο εισδοχές στο περιώνυμο Rock and Roll Hall of Fame, μια το 1988 ως μέλος των Beatles, και μια το 1999 για πάρτη του. Στις 18 Δεκεμβρίου, το λοιπόν, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ κυκλοφόρησε το 18ο σόλο άλμπουμ του. Το «McCartney III», περιλαμβάνει 11 ολοκαίνουρια τραγούδια, και ηχογραφήθηκε από τον ίδιο στο σπίτι του στο Σάσεξ στην διάρκεια του πανδημικού εγκλεισμού. Για πάμε να δούμε…

Το καλό που τρίτωσε

Στις 17 Απριλίου 1970 –όταν πια οι Beatles βρίσκονταν με το ένα πόδι σε διαδικασία… εκκαθάρισης–, ο Πολ κυκλοφόρησε ολίγον στα μουλωχτά το «McCartney», ένα σόλο άλμπουμ με το οποίο επιχειρούσε να διαχωρίσει το μουσικό στίγμα του από την θρυλική μπάντα. Εξαιτίας, μάλιστα, αυτού του δίσκου, έφαγε χοντρό κράξιμο από τον λαϊκό βρετανικό Τύπο της εποχής ως υπεύθυνος για την διάλυση του συγκροτήματος (δεν ισχύει)… Τα 13 τραγούδια του «McCartney», σε στίχους, μουσική, ερμηνεία, οργανοπαιξία, ενορχήστρωση, και βασική ηχογράφηση αποκλειστικά του Πολ (μόνο σε κάποια τραγούδια σιγοντάρει η γυναίκα του, Λίντα) επέσυραν πολύ αρνητικές κριτικές. Υπερβολικά απλοϊκό, ενοχλητικά χεροκάμωτο, πολύ λίγο, ήταν μερικοί από τους ψόγους.

Εννοείται πως εκείνος δεν πτοήθηκε. Συνέχισε, άκμασε με τους Wings, έβγαλε κι άλλους δίσκους, έδωσε συναυλίες, έγραψε το «Live and Let Die», μουσικό θέμα της ομώνυμης τζεϊμσμποντικής ταινίας, ώσπου, στις 16 Μαΐου 1980, κλείνοντας ακόμη έναν κύκλο της μουσικής του πορείας, κυκλοφόρησε το «McCartney II». Άλλο ένα χειροποίητο άλμπουμ, που ο Πολ υπέγραφε ολομόναχος από την αρχή έως το τέλος. Σε αντίθεση με το… βουκολικό, ανηλεκτρικό «McCartney», το «McCartney ΙΙ» κολυμπούσε στα συνθεσάιζερ, στα μπιτ, και στις ηλεκτροπόπ ταρζανιές.

Πάλι η κριτική το κατακεραύνωσε. Και πάλι εκείνος δεν πτοήθηκε. Διότι έχει ο καιρός γυρίσματα… «Σήμερα, το «McCartney» και το «McCartney ΙΙ», είναι τα δυο πιο αξιοθαύμαστα άλμπουμ της σόλο εργογραφίας του, στιγμές όπου παροδικά ξέχασε τις εμπορικές παρορμήσεις του –μα όχι το έμφυτο μελωδικό του χάρισμα– αφήνοντας απόλυτα ελεύθερη την πειραματική πλευρά του», σημείωνε τις προάλλες ο Guardian στην 4/5 κριτική του για το νεότευκτο «McCartney III».

Το τρίτο, λοιπόν, DIY άλμπουμ του σερ Πολ είναι, όπως ήδη είπαμε, παιδί της καραντίνας, του εγκλεισμού, της πανδημίας. Όχι πως έγινε επί τούτου, δηλαδή. «Είχα μαζέψει διάφορα κομμάτια», εξήγησε ο ίδιος σε πρόσφατη απολαυστική συνέντευξη στο loudandquiet.com, «και σκεφτόμουν, “Δεν ξέρω τι θα κάνω με όλα αυτά… Θα τα κρατήσω, φαντάζομαι”, κι ύστερα σκέφτηκα, “Για μισό λεπτό, αυτό είναι δίσκος McCartney!”, γιατί παίζω τα πάντα, και τον έφτιαξα με τον ίδιο τρόπο όπως τα “McCartney” και “McCartney II”’».

Εγένετο, λοιπόν, το τρίτο κατάδικό του άλμπουμ. Μια συλλογή από 11 τραγούδια που «θυμίζουν τον βουκολικό, χαλαρό ήχο του σόλο ντεμπούτου του 1970», όπως έγραψε στην, επίσης θετικότατη, κριτική του το Rolling Stone. Ηχοχρώματα φολκ και κιθαριστικοί δαχτυλισμοί που παραπέμπουν στο κλασικό του «Mull of Kintyre», συμμετοχή κάποιων θρυλικών μουσικών οργάνων (σαν το κοντραμπάσο του Μπιλ Μπλακ, του μπασίστα στο αρχικό τρίο του Έλβις, το οποίο του χάρισε κάποτε η Λίντα ως δώρο γενεθλίων), μπόλικο Mellotron, και δυο τραγούδια που ήδη ξεχώρισαν: το οκτάλεπτο «Deep Deep Feeling», «ίσως το καλύτερο τραγούδι που φέρει το όνομα του ΜακΚάρτνεϊ εδώ και πάνω από μια δεκαετία», κατά τον Guardian, και το «Winter Bird/ When Winter Comes», ένας ύμνος στην ύστερη σπιτική ευτυχία, «κάπως σαν τον αντίποδα του “When I’m 64”, με τον Πολ να κοιτάζει πίσω από την έπαλξη των 78», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το Rolling Stone.

Τραγούδια για πάντα

Όπως όλοι, λίγο-πολύ, ξέρουμε, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ είναι ένας απίθανα δημιουργικός τύπος. Εκτός όλων των άλλων, των γνωστών, έχει συνθέσει μουσικές για συμφωνική ορχήστρα και μπαλέτο, έχει γράψει παιδικά βιβλία κι εκδώσει μια ποιητική συλλογή, ζωγραφίζει ανελλιπώς (το περιβόητο εξώφυλλο του «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» βασίστηκε, λέει, σε δικό του σκίτσο), εμφανίζεται σε διάφορες φιλανθρωπικές, ή απλά γκράντε, συναυλίες –από Live Aid και Μπάκιγχαμ, έως Ολυμπιάδα– και φυσικά υποστηρίζει έμπρακτα διάφορα κινήματα, ομάδες, και οργανώσεις –από χορτοφαγία και δικαιώματα των ζώων, έως την αποποινικοποίηση της κάνναβης ή την ποδοσφαιρική ομάδα της Έβερτον… Όλο με κάτι νέο καταπιάνεται τούτος ο εσαεί νεανικός και πολυπράγμων 78άρης. Σίγουρα, όμως, η σπεσιαλιτέ του είναι η δημιουργία αξεπέραστων τραγουδιών –Eleanor Rigby, ακούς; Κι έτσι, όταν ο Στούαρτ Σταμπς του loudandquiet.com τον ρώτησε κατά πόσο θα μπορούσε να γράφει ένα τραγούδι την ημέρα, ο σερ Πολ απάντησε: «Έτσι νομίζω. […]. Αν έπρεπε να γράφω ένα τραγούδι κάθε μέρα, ίσως και να μπορούσα».

Ουδείς αντιλέγει –η πορεία του το αποδεικνύει, άλλωστε. Ναι, αλλά μέχρι πότε θα συνεχίζει; Να γράφει κι άλλα τραγούδια, να δίνει συναυλίες, να ηχογραφεί μόνος του άλμπουμ, να πειραματίζεται, να την ψάχνει; Πριν διαβάσετε την γαμάτη απάντηση που έδωσε ο ΜακΚάρτνεϊ στον Σταμπς, όταν ρωτήθηκε κατά πόσον το «McCartney III» είναι, όπως φημολογείται, το τελειωτικό του άλμπουμ, ας θυμηθούμε τσακ-μπαμ το εξής: τέλη του 1969 κυκλοφόρησε ευρέως στις ΗΠΑ μια συνωμοσιολογική βρώμα πως, τάχα μου, ο Πολ είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα το 1966, και πως ο σωσίας που τον… υποδυόταν έκτοτε ήταν κάποιος μιλημένος άσχετος (ονόματι Ουίλιαμ Κάμπελ ή Μπίλι Σίαρς)…

Λέει, λοιπόν, σήμερα, τέλη του 2020 ο καθ’ όλα ζωντανός Πολ ΜακΚάρτνεϊ: «Ό,τι κι αν κάνω είναι, υποτίθεται, το τελευταίο μου. Όταν ήμουν 50 –“Αυτή είναι η τελευταία τουρνέ του”. Και λέω, “Α, μπα; Δεν το νομίζω”… Έτσι είναι, ράδιο αρβύλα! Αλλά δεν πειράζει. Εξάλλου, όταν κάναμε το “Abbey Road” ήμουν ήδη νεκρός, οπότε όλα τα άλλα είναι απλά μπόνους».