Νίνα Σιμόουν: Πορφυρό χρώμα, σχεδόν μαύρο…

Αρχές Μαΐου του 1985, η Νίνα Σιμόουν βρίσκεται στο Λονδίνο για μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων. Έχει το φανατικό κοινό της, είναι μια απρόθυμη σταρ πια. Μιλώντας, όμως, στον δημοσιογράφο της Guardian, που την συναντά στην σουίτα του ξενοδοχείου της, η 52χρονη τότε Αμερικανίδα ξεφουρνίζει την πικρή αλήθεια της χωρίς περιστροφές: «Ναι, θα προτιμούσα να ήμουν πιανίστρια της κλασικής μουσικής». Δεν επρόκειτο για κάποιο νεφελώδες απωθημένο ενός ποπ μουσικού, αλλά για το βάσιμο πεπρωμένο ενός τέως παιδιού-θαύματος που οι συνθήκες των αρχών της δεκαετίας του ’50 δεν του επέτρεψαν να πραγματώσει τα όνειρά του. Κυρίως, εξαιτίας του χρώματος που είχε το δέρμα του… Ήταν μια ματαίωση που η πάντα συγκρουσιακή και κυκλοθυμική Νίνα -αργά στη ζωή της διαγνώστηκε η διπολική διαταραχή που την ταλάνιζε- έφερε βαρέως σε όλη της την ζωή.

Στις 21 του μήνα συμπληρώνονται 88 χρόνια από την γέννηση της κατά κόσμον Γιούνις Καθλίν Ουέιμον, του έκτου από τα οκτώ παιδιά ενός φτωχού και φιλάσθενου μάστορα και μιας νοικοκυράς από το Τράιον της Βόρειας Καρολίνας. Η ίδια η εορτάζουσα, βέβαια, έχει αποχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο –με τον οποίο ήταν πολύ συχνά τσακωμένη– από τις 21 Απριλίου του 2003, όταν έπεσε να κοιμηθεί στο σπίτι της στο παραθαλάσσιο Καρί-λε-Ρουέ, καμιά 30αριά χιλιόμετρα έξω απ’ την Μασσαλία, και δεν ξύπνησε ποτέ πια.

Άφησε, βέβαια, πίσω της κάτι τραγούδια διαχρονικά, με αξεπέραστη ερμηνεία ή σύνθεση, και κάτι ενορχηστρώσεις-διασκευές (δικές της πάντα) που απογείωσαν κομμάτια άλλων (το πασίγνωστο «Feeling Good», τραγουδισμένο πολύ πιο λυρικά στο μιούζικαλ από το οποίο προέρχεται, είναι χαρακτηριστική περίπτωση άπαιχτου κάβερ της). Κι όσο περνούν τα χρόνια, η αίγλη της όχι μόνο δεν φθίνει, αλλά εδραιώνεται όλο και περισσότερο στο σύμπαν της σόουλ, της τζαζ -μα όχι μόνο.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πολλά εύσημα τής αποδόθηκαν μετά θάνατον-ένταξη στο Rock and Roll Hall of Fame το 2018, αποκαλυπτήρια αδριάντα της στο γενέθλιο Τράιον το 2010, κλπ. Η μεγαλύτερη, όμως, ειρωνεία, αναφορικά με την αναγνώριση που ήρθε δύστοκα στην ζωή της, ήταν το εξής περιστατικό: δυο μόνο μέρες πριν πεθάνει, η Σιμόουν πληροφορήθηκε ότι το Ινστιτούτο Μουσικής Κέρτις, το περιώνυμο κονσεβατόριο στην Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, ετοιμαζόταν να της απονείμει τιμητικό πτυχίο… Ήταν το ίδιο ίδρυμα που αρχές του ’50 είχε κόψει την 20χρονη Γιούνις στις εισαγωγικές εξετάσεις πιάνου, ανακόπτοντας για πάντα την «κλασική» σταδιοδρομία της. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά.

 

Όνειρα ματζόρε, κατάληξη μινόρε

Η μικρή Γιούνις, στην εκκλησία Μεθοδιστών όπου λειτουργούσαν και οι δυο γονείς της, πρωτόπαιξε από μόνη της ένα γκόσπελ στα πλήκτρα σε ηλικία δυόμιση ετών. Στα πέντε της, χάρη στην γενναιοδωρία της λευκής κυρίας για την οποία δούλευε η μάνα της, άρχισε μαθήματα πιάνου με την Εγγλέζα δασκάλα, Μιούριελ Μαζάνοβιτς -την «λευκή μαμά μου», όπως την αποκαλούσε αργότερα. Η μικρή άνθισε, πετούσε… Λάτρευε τους Ρομαντικούς του 19ου αιώνα, Σοπέν, Λιστ, Ραχμάνινοφ… Μα πάνω απ’ όλους, ήταν ο Μπαχ. Η ονομαστή αντίστιξη του γερμανού υπερσυνθέτη τρύπωνε συχνά στις μετέπειτα ερμηνείες της σε συναυλίες, μπαρ, ή στούντιο ηχογράφησης, κάνοντας θρύλους σαν τον Μάιλς Ντέιβις να εκφράζουν άκρατο θαυμασμό για την μουσική της δεινότητα.

Τελειώνοντας το σχολείο, εντατικά καλοκαιρινά μαθήματα στην νεοϋορκέζικη σχολή Τζούλιαρντ και προετοιμασία για τις εξετάσεις στο Ινστιτούτο Κέρτις. Κι έρχεται η μεγάλη απόρριψη… Η Γιούνις Ουέιμον παρέμεινε σε όλη τη ζωή της πεπεισμένη ότι η ετυμηγορία της επιτροπής είχε να κάνει με το ότι ήταν μαύρη.
Και ποιος, αλήθεια, μπορεί να την διαψεύσει πειστικά;

Λίγο, όμως, μετά την αποτυχία αυτή, αναγκάστηκε να εργαστεί σε σνακ-μπαρ του Ατλάντικ Σίτι, παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας, για να χρηματοδοτεί τα μαθήματα πιάνου που συνέχιζε, αλλά και την διαβίωση της οικογένειας, που είχε ολόκληρη μεταφυτευτεί στην ανατολική ακτή μαζί της. Κι έτσι, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Το οποίο εκείνη μεν (έλεγε πως) σιχτίριζε μέχρι που έκλεισε τα μάτια της, εμείς, όμως, το μακαρίζουμε κανονικότατα…

Νίνα Σιμόουν

Nationaal Archief

 

Ήταν τότε, αρχές του 1954, που η νυχτοανερχόμενη Γιούνις με το αυστηρό ύφος, άλλαξε το ονοματεπώνυμό της σε Νίνα Σιμόουν. Νίνα, από το ισπανικό χαϊδευτικό «νίνια» (niña = κοριτσάκι) που της είχε κολλήσει ένας τότε γκόμενος (ονόματι Τσίκο). Και Σιμόουν, από το μικρό όνομα της Σιμόν Σινιορέ, την οποία η νεαρή Αμερικάνα είχε δει στην ταινία «Casque d’ or» του 1952.

Αφορμής δοθείσης και εκ του Τσίκο ορμώμενοι, ας σημειώσουμε πως η Νίνα έκανε έναν γάμο-αστραπή το 1958 με τον Ντον Ρος, μπίτνικ και κράχτη σε λουναπάρκ, μετά, από το 1961 έως το 1971, ήταν παντρεμένη με τον Άντριου Στράουντ, αστυνομικό επιθεωρητή στην Νέα Υόρκη και μάνατζέρ της (ο οποίος την ξυλοφόρτωνε, και με τον οποίον απέκτησε την κόρη της, Λίσα Σελέστ), ενώ είχε πολύχρονο δεσμό με τον πρωθυπουργό των Μπαρμπέιντος, Έρολ Μπάροου, όταν ζούσε στην νησιωτική χώρα της Καραϊβικής, και πολύ αργότερα, αρχές του ’90, η ίδια διέδιδε πως, όταν ζούσε στη Λιβερία, είχε -ξαναπαντρευτεί; συζήσει; με έναν Τυνήσιο, ο οποίος αρνήθηκε, λέει, να την ακολουθήσει στην Γαλλία εξαιτίας του φραντσέζικου ρατσισμού.

Το παρατηρήσατε το μοτίβο, έτσι; Μετά την οριστική φυγή της από τις ΗΠΑ το 1970 -θρυαλλίδα ήταν η επαπειλούμενη δίωξή της για μη καταβολή φόρων, εν είδει διαμαρτυρίας για τον Πόλεμο του Βιετνάμ- η καταξιωμένη πια Νίνα το ΄ριξε στο ταξίδι. Μεγάλα διαστήματα, ενίοτε χρόνια, σε Μπαρμπέιντος, Λιβερία, Ελβετία, Ολλανδία, Παρίσι, Λονδίνο, και τελικά, στον γαλλικό νότο -συν τα τακτικά πηγαινέλα για εμφανίσεις σε τζαζ μπαρ και συναυλιακές αίθουσες της Ευρώπης.

 

Ιέρεια της σόουλ –και της διαμαρτυρίας

Στις 12 Απριλίου 1963, η Νίνα Σιμόουν έδινε την παρθενική σόλο συναυλία της στο περίφημο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης -πετώντας, μάλιστα, σφήνα ανάμεσα στα τραγούδια κι ένα πιανιστικό θέμα από την όπερα «Σαμψών και Δαλιδά» του Σαιν-Σανς… Αποθέωση.

Όταν, ωστόσο, μετά την συναυλία τής τηλεφώνησε η φίλη της, Λορέιν Χάνσμπερι -η πρώτη Αφροαμερικανίδα που είδε θεατρικό της να ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ- δεν ήταν για να την συγχαρεί. Να την κινητοποιήσει ήθελε, να την ξεσηκώσει, καθώς την ώρα που εκείνη πιανοτραγούδαγε για τη νεοϋορκέζικη αβανγκαρντία, η αστυνομία στο Μπέρμινχαμ της Αλαμπάμα μπουζούριαζε, μεταξύ άλλων, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τον αιδεσιμότατο δόκτορα Κινγκ!

Η Σιμόουν, παιδιόθεν υπερευαισθητοποιημένη με τις φυλετικές διακρίσεις, άρχισε προοδευτικά να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στο κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων. Κι όταν, μέσα Σεπτέμβρη του 1964, η Κου Κλουξ Κλαν ανατίναξε μια εκκλησία Βαπτιστών στο Μπέρμινχαμ πάλι, σκοτώνοντας τέσσερα κορίτσια του Κατηχητικού, η οργισμένη Νίνα κάθισε και συνέθεσε μέσα σε μία σκάρτη ώρα το «Mississippi Goddam». Ένα καταπληκτικό τραγούδι διαμαρτυρίας, που έξι μήνες αργότερα θα τραγουδούσε έξω από το Μοντγκόμερι στην Αλαμπάμα εμψυχώνοντας από μια αυτοσχέδια σκηνή, μαζί με τον Τζόνι Μάθις, την Τζόαν Μπαέζ και άλλους, τις χιλιάδες αφροαμερικανών διαδηλωτών που έφταναν βαδίζοντας σιωπηλοί από την Σέλμα.

Παράλληλα με την ενεργή εμπλοκή στο κίνημα, η μεταγραφή της Σιμόουν στην (ολλανδική) δισκογραφική Philips επιστεγάστηκε με το πρώτο άλμπουμ της καριέρας της («Nina Simone in Concert», 1964), που έθετε ευθέως τον δάκτυλον επί τον τύπον των ρατσιστικών ήλων. Λίγο αργότερα, ως φόρο τιμής στον πρόωρο θάνατο της Χάνσμπερι από καρκίνο, η Σιμόουν, που της χρωστούσε παντοτινή ευγνωμοσύνη για την κοινωνικοπολιτική αφύπνισή της, μαζί με τον πολυτάλαντο Ουέλντον Έρβιν, μετέτρεψαν το ημιτελές θεατρικό της «To Be Young, Gifted and Black» σε (ακόμη ένα) εξαιρετικό τραγούδι κοινωνικής διαμαρτυρίας. Έναν ύμνο στο, ας πούμε, «Black Lives Matter» της εποχής, που αργότερα ηχογράφησε και η Αρίθα Φράνκλιν, ενώ ο Τζέι Ζι χρησιμοποίησε ατόφιο τον τίτλο του για ένα δικό του ραπ το 2010. «Αισθανόμουν περισσότερο ζωντανή απ’ ό,τι τώρα», έγραψε στην αυτοβιογραφία της αναφερόμενη σε εκείνη την ταραγμένη μα ελπιδοφόρα περίοδο, «επειδή με χρειάζονταν, επειδή μπορούσα να τραγουδήσω κάτι και να βοηθήσω τον κόσμο».

 

Ένας καθόλου τέλειος κόσμος

Όμως, όπως πολύ γρήγορα διαπίστωσε και η ίδια, ο κόσμος άλλαζεˑ η επανάσταση είχε αναβληθείˑ και το κίνημα των μαύρων «δεν άλλαξε τελικά τον κόσμο», όπως έλεγε με πικρία. Για εκείνην, αν και έχει πει (κι αν έχει πει!) μοναδικά ερωτικά τραγούδια, τα «σημαντικά τραγούδια» ήταν πάντα τα κοινωνικοπολιτικά. Και αυτά συνέχισε να λέει -μαζί, βέβαια, με κλασικά χιτ της, σαν το «My Baby Just Cares for Me», που ξεθάφτηκε μετά από σχεδόν 30 χρόνια για να κάνει τρελό σουξέ το 1987 ντύνοντας ένα διαφημιστικό αρώματος– στις εμφανίσεις της σε επιλεγμένα τζαζομάγαζα της Ευρώπης.

Εμφανίσεις, παροιμιωδώς επεισοδιακές. Μεθυσμένη και δύστροπη, η Νίνα άλλοτε διέκοπτε και διαπληκτιζόταν με θεατές που δεν έδιναν τη δέουσα προσοχή στη μουσική της, άλλοτε έπαιζε για πάρτη της αγνοώντας επιδεικτικά τον κόσμο, ή σηκωνόταν κι έφευγε, για να γυρίσει (όποτε, τελοσπάντων, γύριζε) μετά από κάνα μισάωρο στην σκηνή, και να παίξει αυτοσχεδιάζοντας και κουβεντιάζοντας με το κοινό έως το πρωί.

Γυναίκα με τσαγανό, πάθος, και πάθη, η Νίνα αγαπούσε τον Μπρεχτ, τον Βάιλ, τον Γκέρσουιν, τον Μπαχ, φυσικά… Από τους σταρ της εποχής, μόνο τον Μάικλ Τζάκσον παραδεχόταν. Αυτός, όμως, την είχε απογοητεύσει ανεπανόρθωτα λόγω της ψύχωσής του να γίνει από μαύρος άσπρος. Διότι η Νίνα δεν ήταν απλά σθεναρή υπέρμαχος και περήφανη εκπρόσωπος της μαύρης φυλής –«Για μένα, είμαστε τα πιο όμορφα πλάσματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι μαύροι. Και το εννοώ με κάθε έννοια», έχει πει χαρακτηριστικά.

Ήταν ακόμη πιο φανατική υπέρ των σ κ ο ύ ρ ω ν αποχρώσεων δέρματος, σαν το δικό της. Υπέρ της φαρδιάς μύτης, των φριζαρισμένων φυσικών μαλλιών, της άφρο κατατομής και ένδυσης. Το υπέροχο τραγούδι της, «Four Women», πραγματεύεται ακριβώς αυτή την διαβάθμιση στο χρώμα του δέρματος τεσσάρων μαύρων γυναικών, και το πόσο τα ευρωπαϊκά στάνταρ ομορφιάς έχουν επιβληθεί και στις μαύρες.

Λογικό κι επόμενο, λοιπόν, όταν αρχές της δεκαετίας του 2000 άρχισε η κουβέντα για μια βιογραφική ταινία με τον τίτλο «Νίνα», η ίδια η βιογραφούμενη πρόκρινε την Γούπι Γκόλντμπεργκ για να την υποδυθεί. Το πρότζεκτ πάγωσε, η Νίνα πέθανε, κι όταν τελικά το 2010 εξαγγέλθηκε η έναρξη των γυρισμάτων, η επιλογή της ομότεχνής της, Μέρι Τζέι Μπλάιτζ, έμοιαζε ταιριαστή. Άλλα δυο χρόνια απραξίας.

Και το 2012 η ταινία φιλμάρεται με πρωταγωνίστρια την… Ζόι Σαλντάνα! Μια εντελώς café au lait καλλονή, ανεξαρτήτως στάνταρ, με καταγωγή από την Καραϊβική… Πόσο λάθος επιλογή, πόσο κόντρα σε όσα πρέσβευε η Σιμόουν… Λάθος! Αλλά ο κόσμος, βέβαια, ποτέ δεν ήταν αλάθητος. Ούτε καν τότε, που η επαναστατική σπίθα τα έκανε όλα να μοιάζουν πιθανά. Άλλωστε αυτό, το ότι ο κόσμος -άσπρος, μαύρος, και ασπρόμαυρος- δε χαρακτηρίζεται ούτε από υγεία ούτε από δικαιοσύνη, η Νίνα το ήξερε καλά. Το ακούς, σε κάθε νότα που βγαίνει από τα χείλια ή τα ακροδάχτυλά της. «Δεν είμαι γιατρός να το θεραπεύσω», δήλωσε κάποτε. «Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να φωτίσω την αρρώστια».

Χρόνια πολλά, Νίνα. Ευχαριστούμε για τη διάγνωση.