Μαρίνα Σάττι: “Πολλά χρόνια ένιωθα ανεπαρκής. Μόνη. Λίγη.”

 

Νέο τραγούδι και νέο βίντεο κλιπ, δύσκολα το λες είδηση στις μέρες μας -εκτός κι αν αφορά την επάνοδο κάποιου μεγάλου του διεθνούς στερεώματος που έχει να μας «μιλήσει» χρόνια. Αλλά κι αυτό συζητιέται -ειδικά αυτή την εποχή- με τους 40 υπό σκιά. Όχι όταν μιλάμε για την Μαρίνα Σάττι: Με ένα βίντεο κλιπ («Θα σπάσω Κούπες») έκανε γκραν είσοδο το 2016. Με ένα δεύτερο βίντεο κλιπ («Μάντισσα») αντάριασε τα social media το 2017. Έπρεπε να περάσουν 4 ολόκληρα χρόνια για να δούμε το τρίτο («Πάλι») να ανεβαίνει στο YouTube -και να περιμένουμε αντιδράσεις.

Κι ενώ όλοι, συμφωνούν πλέον, ότι πρόκειται για μια καλλιτέχνη «σταρ quality» που πατάει και σε μια πολύπλευρη μουσική παιδεία (δίπλωμα κλασσικού πιάνου και κλασσικού τραγουδιού και Berklee College of Music μετά) δεν την είδαμε να σπεύδει να κάνει την επόμενη κίνηση, να εκδώσει δηλαδή έναν ολοκληρωμένο πρώτο δίσκο -timing σχεδόν αυτονόητο για όσους θέλουν να προλάβουν την έστω και παροδική λάμψη του άστρου τους.

Αντίθετα, το όνομά της «έπαιξε» σε μεγάλες μουσικο/θεατρικές παραγωγές («Ερωτόκριτο» Δημήτρη Μαραμή, “Once” Ακύλα Καραζήση) η παράστασή της Yalla αλλά και η ίδια ως Marina Satti, άνοιξε δρόμο σε σοβαρά world φεστιβάλ του εξωτερικού, ενώ η δουλειά που κάνει με το φωνητικό σύνολο «Fonés» και πιο πρόσφατα με τις πολυπληθείς «Chóres», της δίνει (χωρίς καθόλου εισαγωγικά) τον χαρακτηρισμό μιας leader με όραμα που προσπαθεί να δώσει νέες προοπτικές για φωνητικά σύνολα που μελετούν, διασκευάζουν, ερευνούν, ερμηνεύουν τις παραδοσιακές μουσικές στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων.

 

Εδώ, λοιπόν, πρέπει να ξεχάσουμε την… αναμενόμενη επόμενη κίνηση -γιατί κάθε πρόβλεψη θα πάει χαμένη.
«Αυτό είναι που κέρδισα όλα αυτά τα χρόνια. Αφού κατάλαβα ότι δεν μπορώ να συμμορφωθώ με τους όρους της αγοράς, είπα θα κάνω τα πράγματα όπως θέλω. Όπως μου αρέσει και μπορώ. Αλλιώς δε γινόταν.»

 

Και κάπως έτσι, φτάνουμε μεσούντος του καλοκαιριού του 2021, στο νέο της τραγούδι και βίντεο κλιπ -σε μουσική δική της και στίχους που μοιράζεται με τους: Φωτεινή Λαμπρίδη, Μίνω Θεοχάρη, Ciel και Saske. Το clip γυρίστηκε στην Μαυροθάλασσα των Σερρών, σε σκηνοθεσία του Theo Gennitsaki και είναι το πρώτο από τα 12 νέα κομμάτια που θα κυκλοφορήσουν μετά το καλοκαίρι από την νεόκοπη δισκογραφική walnut entertainment.

Μιλάμε μέσω Zoom ενώ το «Πάλι» παίζει δίπλα μου φέροντας εικόνες ενός χωριού που άλλοτε με πάει προς μια Bollywood αισθητική, άλλοτε φέρνει έναν αέρα τσιγγάνικων εικόνων -αλλά overall το clip έχει την καθαρότητα και τη δύναμη μιας ολοκληρωμένης αισθητικής πρότασης. Και βέβαια μιλάμε εκ νέου για μια απόλυτα επαγγελματική παραγωγή -σκηνογραφικά, σκηνοθετικά και ό,τι άλλο- όπου αμέσως αναγνωρίζεται το «ύφος» Σάττι: ένα ποπ χορευτικό κομμάτι, με εκείνα τα παραδοσιακά στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τη «Μάντισσα». «O ρυθμός του είναι ένας μπάλος» εξηγεί. «Ρούμπα ελληνική. Και το οπτικό του μέρος ήθελα να αφηγείται ό,τι και ο ήχος του.»

 

Όταν της λέω ότι με πάει περισσότερο σε τσιγγάνικη πραγματικότητα ή Bollywood, αναρωτιέται φωναχτά: «Bollywood; Όχι, όχι ένα ελληνικό χωριό είναι. Αν και ναι το χωριό αυτό έχει ένα μεγάλο ποσοστό …Ρομά που όμως είναι ενταγμένοι πλήρως, με τα σπίτια τους, τις δουλειές τους κλπ. Τα γυρίσματα τα κάναμε μέσα στα σπίτια τους, πολλοί μάλιστα έπαιξαν και με τα δικά τους ρούχα, δε φτιάξαμε δικό μας σκηνικό.»

 

 

Μιλάμε για το clip, το αναλύουμε και ο ένας συνειρμός φέρνει τον άλλο όπως γίνεται πάντα σ΄ αυτές τις περιπτώσεις: Τα επίπεδα που μπορεί να έχει η εικόνα. Το μήνυμα που μεταφέρει. H κυκλικότητα που έχει η μουσική στο συγκεκριμένο κομμάτι, και η κυκλικότητα που φρόντισαν να έχουν οι εικόνες του.
«Υπάρχουν δύο τρόποι να το δείτε» μου λέει. «Και εδώ ισχύει ό,τι και στη «Μάντισσα». Θυμάστε, ήταν μέσα στην κρίση τότε -έλεγαν όλοι, πάει η Αθήνα καταστρέφεται, μαυρίλα, κλείσιμο, αδιέξοδο. Κι εμείς διαλέξαμε ένα σημείο του κέντρου όπου γινόταν το trafficking. Πιο υποβαθμισμένο δεν υπήρχε. Ανάλογα κλιπ είχαμε δει πολλά στον κινηματογράφο, με εκείνη την urban αισθητική της Νέας Υόρκης, με τα «γκανγκς» και τους νταήδες να βγαίνουν στους δρόμους. Εγώ τότε σκέφτηκα να κάνω κάτι ανάλογο αλλά με κορίτσια. Τις φίλες μου. Σαν απάντηση στο αντρικό νταηλίκι. Και για ένα ακόμα λόγο: Να δώσω και μια άλλη ματιά, πιο θετική, πιο αισιόδοξη σε ένα τόσο υποβαθμισμένο χώρο. Ουσιαστικά για να πω ότι μπορεί να μεταμορφωθεί ο χώρος αυτός -με τη δική μας παρέμβαση. Μ΄ αρέσει να υπάρχει πάντα αυτό το δεύτερο επίπεδο κι ας μην είναι απαραίτητο να τον καταλαβαίνει κανείς. Το ίδιο και τώρα. Όλα αυτά που είδατε στη Μαυροθάλασσα, είναι μέσα στις εικόνες που έχουμε ζήσει από παιδιά ακόμη κι όταν δεν έχουμε μεγαλώσει στην επαρχία. Τα ξέρουμε από τα καλοκαίρια μας, τις διακοπές μας, το σπίτι μας στο χωριό. Οι σούζες των αγοριών. Η πλατεία του χωριού. Οι γιαγιάδες. Το στερεότυπο του πώς πρέπει να φέρονται τα κορίτσια… Τι να πει κανείς για κάτι που το φέρει μέσα του; Ότι δεν του αρέσει; Δεν του αρέσει το κλισέ για τα 2 φύλα ; Δεν του αρέσει η πλαστική καρέκλα και τα σεμεδάκια στο τραπέζι της γιαγιάς; Οκ. Μπορεί να το βλέπουμε από απόσταση τώρα αλλά τις κουβαλάμε αυτές τις εικόνες μέσα μας γι΄ αυτό και νιώθουμε τόση οικειότητα.»

 

 

Παύση για ανάσα. Για μια γουλιά νερό. Από την φωνή της πιάνεις μια ωραία φόρα, έναν ενθουσιασμό. Και την αίσθηση ότι και η παραμικρή λεπτομέρεια, στην μουσική, την παραγωγή, την εικόνα έχει παίδεμα, σκάψιμο. Σημασία.

 

-Να πούμε όμως τώρα για τον δίσκο. Γιατί άραγε άργησες τόσο να μπεις στη διαδικασία, τη στιγμή που μια «Μάντισσα» αρκούσε για να σου ανοίξει τον δρόμο;
«Ήθελα όταν θα βγάλω κάτι να είναι μια ολοκληρωμένη δουλειά όχι μόνο ένα σιγκλ. Οπότε μου πήρε καιρό να το δουλέψω. Και δραματουργικά και μουσικά και την παραγωγή… Έπρεπε να βρεθούν και οι κατάλληλοι άνθρωποι γύρω μου, μια εταιρεία. Τόσα χρόνια ήμουν κάπως ανένταχτη…»

Γιατί;
«Γιατί δε μ΄ αρέσει η νοοτροπία που επικρατεί -που σου λέει πώς πρέπει να είναι μια δουλειά για να πουλήσει. Πότε πρέπει να βγει η επόμενη… κλπ. κλπ. Έχω και την τάση να νιώθω εύκολα ότι με περιορίζουν, ότι πάνε να με βάλουν σε πλαίσιο. «Α! έκανες τη Μάντισσα, τώρα πρέπει να κάνεις αυτό και το άλλο και το τρίτο». Μα δε γίνεται έτσι. Ξέρετε ισχύει και σε μας ό,τι και στο θέατρο.»

Τι θέλεις να πεις;
«Κάνεις μια performance και είσαι καλός. Αν αυτό θελήσεις να το επαναλάβεις την επόμενη, «κοπιάροντας» τον εαυτό σου, δε θα πετύχει. Ο τρόπος είναι ένας: να είσαι κάθε φορά στο τώρα και ό,τι προκύπτει, να προκύπτει εκείνη τη στιγμή. Μόνον έτσι είναι φρέσκο. Ενδιαφέρον για σένα και ενδιαφέρον για τους άλλους. Στην περίπτωσή μου, με τα τραγούδια, πρέπει να είμαι σε interaction με το τι γίνεται μέσα μου, τι γίνεται γύρω μου, τι βλέπω, πώς το νιώθω. Γι’ αυτό πρέπει να «σε ξέρεις» καλά και να νιώθεις και το περιβάλλον σου -αλλιώς γίνεται μανιέρα.»

Αυτό μοιάζει αυτονόητο που λες. Αλλά ουδείς το καταλάβαινε; –από τον κόσμο των εταιρειών εννοώ. Όσες υπάρχουν τέλος πάντων…
«Όχι. Και τους έλεγα, «αφήστε το να το πάμε με το υλικό καλύτερα. Και δεν το ονομάζω τέχνη -γιατί με τσαντίζει και μόνο που το ακούω. Λέω το υλικό. Πώς θα βγει. Η μουσική, η εικόνα, το μήνυμα. Και μετά θα τα βρούμε τα υπόλοιπα. Γι’ αυτό είμαι πολύ χαρούμενη που βρήκα την walnut -γιατί νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι έχουν την ίδια ματιά με μένα.»

-Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό να πας με τα νερά του χώρου; Το λέω αυτό γιατί όταν είσαι νέος είσαι πάντα πιο ανασφαλής και είναι πιο εύκολο να σε πείσουν.
«Τόσα χρόνια έλεγα πρέπει να αλλάξω, να συμμορφωθώ (γελάμε εδώ και οι δύο). Αυτή είναι η λέξη. Να συμμορφωθώ. Είναι σημάδι εξέλιξης ότι αποδέχτηκα κάποια στιγμή ότι δε γίνεται να αλλάξω -και δεν πρέπει να αλλάξω, γιατί αυτό με φθείρει.»

Παρατήρησα ότι το «Πάλι» είναι σε δική σου μουσική αλλά ο στίχος έχει μια ομάδα ονομάτων πίσω του.
«Ουσιαστικά, όλο το άλμπουμ έτσι είναι γραμμένο -από ένα γκρουπ ανθρώπων. Στη μουσική… εντάξει κυρίως εγώ. Την παραγωγή την κάναμε με τον συνεργάτη μου Lee Burton. Ο στίχος όλοι μαζί. Μουρμούριζα κάτι σε στιλ στίχου (το «πάλι» ήταν πραγματικά μια από τις λέξεις που μουρμούριζα) κι όταν στην συγκεκριμένη περίπτωση έδωσα το τραγούδι στη CL να κάνει τον στίχο, μου είπε οκ θα κρατήσω τις λέξεις που έχεις μουρμουρίσει και θα γράψω τα υπόλοιπα. Κάπως έτσι έγινε. «Παιδιά έχω κολλήσει, έχετε καμιά ιδέα;». Αυτό είναι μια μεγάλη αλλαγή για μένα. Παλιά προσπαθούσα να τα κάνω όλα μόνη μου.»

Λιγάκι control freak σα να λέμε…
«Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα (γέλια). Για να καταλάβετε, με ειδοποιούν από την εταιρεία τις προάλλες, ότι όλα είναι οκ με το video και να πατήσω το public για να βγει δημόσια το «Πάλι» στο YouTube. Και εγώ ήμουν σε φάση, «περιμένετε, όντως να το πατήσω τώρα;». Μου λέει λοιπόν γελώντας ο Κωνσταντίνος απ την εταιρεία «ρε Μαρίνα τι να δεις τώρα; Υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι;» Τόσο καλά…

Ζεις σε μια χώρα που όλα είναι στο «θα δείξει» «θα δούμε» «δεν βαριέσαι». Εσύ πρέπει να υποφέρεις με τον χαρακτήρα που έχεις…
«Μα γι’ αυτό μου πήρε τόσο πολύ να βρω τρόπο να κάνω αυτό που θέλω. Και με την εταιρεία, και με τους συνεργάτες μου για το Video Clip και με τον Τεό (σκηνοθέτη του clip) –που είναι κι αυτός μισός Γάλλος, μισός Σερραίος και έχει ασχοληθεί πολύ με την αισθητική των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Μεσογείου. Να πω κάτι εδώ… όλες οι σχέσεις, ακόμα και οι συνεργασίες οι επαγγελματικές, χρειάζονται ένα χρόνο και μια ωριμότητα. Όταν είσαι νέος ερωτεύεσαι αμέσως, έτσι, σχεδόν αυτόματα. Τώρα όμως η φάση είναι «τι χρειάζομαι;» «Τι θέλω;» «Που πάω;». Δε γνωρίζεις τον έρωτα της ζωής σου απ΄ την πρώτη μέρα. Έτσι συμβαίνει και στη δουλειά μας επάνω. Ένας σκηνοθέτης, ένας συγγραφέας, ένας ζωγράφος, ακόμη κι ένας σχεδιαστής μόδας, δε χρειάζεται να κάνει την έρευνα του; Να ξεκινήσει από μια ιδέα, να πάρει εικόνες, να τις απλώσει πάνω στο τραπέζι, να δει πώς όλες αυτές οι εικόνες συνδέονται, να βρει τους ανθρώπους του; Δεν ξέρω γιατί στη μουσική δε συμβαίνει αυτό. Μήπως γιατί την έχουμε στο μυαλό μας μόνιμα σαν «νταχτιρντί»; Εγώ δεν το βιώνω έτσι.»

Πάντως η καριέρα της Μάντισσας πρέπει να σε έχει δικαιώσει (σ.σ. σήμερα έχει περί τα 48 εκατομμύρια views ) παρά τα όσα γράφτηκαν τότε.
«Είναι κάτι που δε θέλω να το πολύ συζητάω. Ούτε τα νούμερα να παρακολουθώ ούτε να βλέπω τι γράφεται. Δεν κρύβω ότι με στεναχώρησε πολύ ό,τι διάβασα τότε. Και με επηρέασε. Το ομολογώ. Γι’ αυτό και δε βρίσκω τον λόγο να το ξανακάνω. Ακόμη και στο KΕXP -είναι ένα ιντερνετικό αμερικάνικο ραδιόφωνο- είδα διάφορα σχόλια , θετικά περισσότερο, αλλά μέχρι εκεί. Δε θέλω να πολυκοιτάζω. Θέλω να μείνω συγκεντρωμένη σ αυτό που κάνω, να το παρουσιάσω, κι από κει και πέρα ο καθένας έχει τη γνώμη του…»

KΕXP αμερικάνικο ραδιόφωνο;
«Έχω ξεκινήσει εδώ και καιρό, πριν την πανδημία, να έχω μια δραστηριότητα στο εξωτερικό…»

Πώς άνοιξε αυτός ο δρόμος; Κάποτε αυτό ήθελε συντονισμένη προσπάθεια από πολλούς φορείς…
«Επειδή αυτό που κάνω ανήκει στο world music, υπάρχουν τα αντίστοιχα φεστιβάλ. Εγώ πήγα στο Womad για παράδειγμα της Αυστραλίας. Στο KΕXP με είχαν φωνάξει να κάνουμε video session και τραγούδησα στα ελληνικά πρώτη φορά. Και έγραψαν και στα ελληνικά τα credits -το ζήτησα εγώ…»

Προφανώς ένεκα της δραστηριότητάς σου στο εξωτερικό σε κάλεσαν στο KΕXP. Στο Womad όμως πώς έφτασες ;
«Κάναμε μια αίτηση, τους έστειλα τη δουλειά μου, τους άρεσε και με κάλεσαν. Μετά από εκείνη την εμφάνιση έκλεισα πολλά live εκτός Ελλάδας. Πριν έρθει η πανδημία είχα κλείσει 40 συναυλίες

 

Fengaros Festival_Fones

 

Όπως καταλαβαίνεις αυτό κάποτε ήταν πολύ δύσκολο. Μόνο η Σαβίνα Γιαννάτου, η Κρίστη Στασινοπούλου και ο Ψαραντώνης έχουν ανοίξει αυτήν την ιστορία..
«Τώρα με το digital έχουν αλλάξει τα πράγματα…»

Ονειρεύεσαι κάτι τέτοιο; Μια δραστηριότητα και στο εξωτερικό;
«Νιώθω λιγάκι ότι το εξωτερικό και το εσωτερικό δεν υπάρχουν πια. Ανεβάζεις κάτι στο YouTube και είσαι παντού…»

Ιδού λοιπόν τι μαθαίνει κανείς μέρα μεσημέρι από μια καλλιτέχνη που επί 4 χρόνια θεωρεί ότι «κρατήθηκε εκτός» (με την έννοια ότι δεν έκανε δισκογραφία). Πουλόβερ πάντως δεν έπλεκε μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση.

 

Οι Chóres, η ανασφάλεια, η γνώση που πάντα κατακτιέται με κόπο

Chóres

Chóres – Photo: Andreas Simopoulos

 

«Να σας πω κάτι για το οποίο είμαι πολύ περήφανη και απ το οποίο μόνο χαρά παίρνω;»

H oθόνη μου σπάει στα δύο και το βίντεο ενός πολυπληθούς γυναικείου φωνητικού συνόλου, ντυμένο στα λευκά, τραγουδάει με περίσσια κατάνυξη, ακρίβεια και αίσθημα ένα παραδοσιακό τραγούδι που εκ των υστέρων θα μου πει ότι είναι απ΄ τη Ρόδο.

«Μα δεν υπάρχουν αυτά τα κορίτσια! Είναι μοναδικές!» ακούω τη φωνή της να λέει μέσα στην οθόνη. «Πολλές φορές πηγαίνω στις πρόβες τους, κάθομαι σε μια γωνιά και τις παρακολουθώ κι αυτό φτάνει για να μου φτιάξει την μέρα.»

 

Οι «Chóres» είναι η γυναικεία χορωδία (150 γυναικών από 15 ως 55 ετών) με την οποία ασχολείται -ολοψύχως! -εδώ και 3 χρόνια. «Ξεκίνησε εντελώς αυθόρμητα από διάφορα κορίτσια που έρχονταν να παρακολουθήσουν το δικό μου γκρουπ, τις Fonés. Έρχονταν να δουν πρόβες, να δουν τι συμβαίνει στις παραστάσεις, πώς κινούμαστε στη σκηνή. Η μία φώναζε την άλλη -γιατί οι περισσότερες είχαν τελειώσει μουσικά σχολεία και πανεπιστήμια- και σιγά σιγά, από στόμα σε στόμα έρχονταν κι άλλες κι άλλες και παρακολουθούσαν και κάποιες φορές βγήκε να τις εντάξουμε σε παραστάσεις. Φτάσαμε κάποια στιγμή να είναι 150 άτομα. Την πρώτη ανοιχτή ακρόαση την κάναμε πέρυσι -για να μη δημιουργηθεί η αίσθηση ότι θέλουμε να το κρατήσουμε μεταξύ μας, κάτι κλειστό σαν σέκτα.»

Η ίδια έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια, μαέστρος τους είναι «η πολύ σημαντική» Ειρήνη Πατσέα, ενώ η πολιτική που ακολουθείται γι’ αυτή την επίλεκτη ομάδα φωνών είναι να έχουν μια πολυεπίπεδη εκπαίδευση -χορός, υποκριτική, body percussion κλπ.- και βέβαια να αποκτήσουν την εμπειρία του λάιβ. «Έχουν συμμετάσχει σε μεγάλες παραγωγές στη Λυρική, στο Ηρώδειο, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής και φέτος θα κάνουν περιοδεία με το κουαρτέτο της Μάρθας Μαυροειδή στο πλαίσιο του project “Όλη η Ελλάδα Ενας Πολιτισμός”» (μου λέει).

 

Κι εγώ σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι ένα πράγμα είναι πάντα σε ό,τι κι αν κάνουν. Fones, Chóres, «Μάντισσα» και «Πάλι» έχουν μια κοινή συνισταμένη…
«Αυτό που λέγαμε πριν ότι στην Ελλάδα όλα είναι στο περίπου, δε μας συμφέρει να το λέμε, γιατί είναι σαν να το αποδεχόμαστε… Απόδειξη για το αντίθετο είναι οι “Chóres” που έχουν στηθεί από την αρχή πάνω σε ένα άλλο μοντέλο: Γουστάρουν με όλη τους την ψυχή, μελετούν πολύ, ώρες ατέλειωτες και εξελίσσονται. Έχουν καταλάβει ότι είναι μια σοβαρή σπουδή που θέλει ώρες πτήσης.»

-Τις οποίες ώρες πτήσης τις έχεις και εσύ -αν δει κανείς το βιογραφικό σου..
«Αυτό είναι αλήθεια . Αλλά σε όσα πανεπιστήμια κι αν πάει κανείς, πάντα υπάρχει ένα κενό μεταξύ σπουδών και πραγματικής ζωής. Γι’ αυτό κι εγώ είπα για τις «Chóres» ότι δε φτάνει η μελέτη, η σπουδή, πρέπει να συμμετέχουμε σε παραστάσεις -να δεις τι σημαίνει να είσαι στην ώρα σου, να είσαι εντάξει την μια μέρα αλλά την άλλη να μην είσαι καλά και παρόλα αυτά να είσαι εκεί, με κλεισμένη φωνή και πόνο στο στομάχι -πράγματα που δεν εντάσσονται στην εκπαιδευτική διαδικασία.»

Σπουδές και καλλιτέχνες: Είναι προϋπόθεση για να λεχθεί κανείς καλλιτέχνης;
«Κοίτα οι «Καρακωστάδες» στις Σέρρες είναι τοπ μουσικοί και αράζουμε όλοι μαζί στο χωριό, παίζουμε, τραγουδάμε, γουστάρουμε, περνάμε τέλεια. Δε θέλω να ακουστεί ελιτίστικο αλλά εγώ ακολούθησα άλλο δρόμο… Δεν ξέρω… Μάλλον ο καθένας πρέπει να βρει αυτό που του ταιριάζει. Εγώ πήγα στο ωδείο από μικρή, ακολούθησα άλλη διαδικασία -αν και πάντα μου άρεσε και η πιάτσα, ο δρόμος (γελώντας). Όμως πρέπει να πω ότι εμένα με ενδιαφέρει η σπουδή και αλλιώς. Δεν το κάνω για να γίνω καλύτερη μουσικός. Με ενδιαφέρει πολύ. Δεν έχω άλλο χόμπι. Όταν τελειώνει η δουλειά, πάλι με τη μουσική ασχολούμαι.»

Είπες πριν για το κενό που υπάρχει μεταξύ σπουδών και επαγγέλματος. Εσύ πως ένιωθες όταν ξεκίνησες;
«Πολλά χρόνια ένιωθα ανεπαρκής. Μόνη. Λίγη. Μετά κατάλαβα ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας όλο αυτό. Όταν όμως είσαι σε ομάδα, ο πόνος σου μαλακώνει γιατί βλέπεις ότι και ο διπλανός σου τα ίδια περίπου με εσένα αντιμετωπίζει. Δε φταίει το ότι είσαι ανεπαρκής, φταίει το ότι η μάθηση είναι μια αργή διαδικασία και απαιτεί πολλή προσπάθεια. Θέλει πολύ χρόνο να μάθεις να… διαβάζεις παρτιτούρα. Θέλει επιμονή, δόσιμο. Και να μπορείς να μιλάς με τον διπλανό σου…»

Πάντως δε θα μπορούσα εύκολα να το φανταστώ ότι ένιωθες ανασφαλής, ανεπαρκής. Μοιάζεις το ακριβώς αντίθετο.
«Κι όμως, ψυχολογικά έτσι είναι. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω τι συμβαίνει… Και τώρα με την ομάδα («Chóres») βλέπω έμπρακτα πόσα πράγματα λύνονται στην πορεία και κυρίως ότι οι μονάδες κάνουν τη διαφορά όταν ενώνονται. Είναι ή απόδειξη ότι δεν υπάρχει το «δε γίνεται». Η φάση θα γίνει όπως θα την κάνουμε εμείς. Δική μας απόφαση είναι αυτό.»

Είναι μια πολιτική στάση αυτό…
«Είναι. Και ξέρετε τι κατάλαβα τελευταία μέσα από τον κόσμο που κάνω παρέα, μέσα από τις σχέσεις μου γενικά; Ότι δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς καλλιτέχνης για να ζει δημιουργικά. Το πώς θα διεκδικήσεις τις επιλογές σου, το πώς θα είσαι συνεπής με αυτό που θέλεις και το πόσο θα δοθείς σ΄ αυτό, δεν είναι θέμα επαγγέλματος. Είσαι εσύ ο ίδιος…»

Με κόστος φαντάζομαι όλα αυτά…
«Φουλ κόστος. Αλλά, εγώ τουλάχιστον, δε θα μπορούσα αλλιώς…»