Ιsle of the dead

Το δεύτερο φθινόπωρο της νέας εποχής

Πώς γράφεις όταν πια τα στυλό σου δε γράφουν; Πώς γράφεις όταν πια τα πλήκτρα σου δεν πατιούνται; Πώς ξαναγεμίζεις το κενό όταν επιστρέφεις σε τόπους που άφησες κόλλες λευκές και σκέψεις νεκρές; Τα δάχτυλα δεν ακολουθούν, η συγκέντρωση σε αγνοεί, καμιά αίσθηση δεν συνεργάζεται. Πώς γράφεις όταν αυτός ο εαυτός σου δεν έχει ζωή εδώ και καιρό, δεν έχει πνοή να τον σκιρτήσει, αίμα να τον ζεστάνει; Στο δρόμο για το νησί, με το κέρμα στην τσέπη, είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει την πορεία, να χαράξει για αλλού τη ρότα; Η στεριά φαίνεται ήδη. Υπάρχει ο χρόνος;

Σε ετούτο, το νέο κόσμο που πια ζούμε, όλα μας ζορίζουν. Δεν είναι εύκολα ούτε τα πιο απλά. Πώς να ‘ναι εξάλλου, όταν τα σχέδιά μας έχουν ορίζοντα 24ώρου, ως την επόμενη ανακοίνωση των έξι; Σε ετούτο το νέο κόσμο θα αντέξουν περισσότερο εκείνοι που τα έχουν καλύτερα με τα μέσα τους. Εκείνοι που εκεί τα έχουν καλύτερα τακτοποιημένα. Λέει ο Ζοζέ Σαραμάγκου στο Περί Τυφλότητας ότι «μέσα μας υπάρχει κάτι που δεν έχει όνομα, κι αυτό το πράγμα είμαστε εμείς». Όλα τα υπόλοιπα ονοματισμένα και στη θέση τους. Ένα περιφέρεται, ένα κρύβεται, ένα παίζει με τα νεύρα και την ψυχολογία μας. Ένα είναι χωρίς χαλινάρι, χωρίς συγκεκριμένη θέση : εμείς. Αν με αυτό τα έχουμε βρει, αν αυτού ξέρουμε τις αντοχές και τα λυγίσματα, τότε έχουμε βάλει υποψηφιότητα να είμαστε σε αυτούς που θα πάνε και παρακάτω, σε αυτούς που μια μέρα θα στήσουν και τον κόσμο μετά. Μετά τις μάσκες, μετά τις ζόρικες ανάσες, μετά τις μοναχικές ήττες.

Στο δεύτερο φθινόπωρο της νέας εποχής δεν είμαστε σαν τον άνθρωπο στα πρώτα του βήματα αφού κατέβηκε απ’ τα δέντρα. Έχουμε ζήσει, ξέρουμε πώς είναι το κάτω, πώς είναι αφού βρήκαμε τη φωτιά, πώς είναι το μαζί και πώς είναι αφού καταστρέψουμε το μαζί. Σε αυτό το φθινόπωρο είμαστε σαν τον άνθρωπο στις πρώτες μετα-αποκαλυπτικές ταινίες. Σε αυτές πριν τα εφέ και την πολλή φαντασία. Σε αυτές χωρίς το πολύπλοκο story και τους ψαγμένους ήρωες. Είμαστε οι ιχνηλάτες του κινηματογράφου του φανταστικού. Ήρθε ένα κάποιο τέλος, μας έπιασε απροετοίμαστους, ζήσαμε –όσοι ζήσαμε- οι περισσότεροι από έναν στοιχειώδη σχεδιασμό και αρκετή τύχη, πάμε παρακάτω τώρα. Πάμε να στήσουμε το μετά. Όχι απ’ την αρχή, όχι με νέες ιδέες, χωρίς καν να έχει τελειώσει η κατάρα. Ακόμη δεν είναι τόσο μεγάλη η καταστροφή, ούτε εμείς τόσο συνειδητοποιημένοι. Πάμε να φτιάξουμε το μετά ως συνέχεια αυτού του ήδη λειψού που είχαμε. Πάμε όχι να χτίσουμε αλλά να αναπαλαιώσουμε. Καλώς ή κακώς, έτσι είναι ετούτο το δεύτερο φθινόπωρο της νέας εποχής. Η προσπάθεια συνέχειας με πολλά σεναριακά κενά. Το πρωτοπόρο μεν, εύκολο φιλμ δε.

Επανέρχομαι στα αρχικά μου ερωτηματικά. Δε γράφεις εύκολα όταν έχεις ξεχάσει πώς γίνεται. Όπως δε ζεις εύκολα όταν έχεις ξεχάσει πώς ήταν τότε που ζούσες εύκολα και δεν το αντιλαμβανόσουν. Μη θέλοντας να πατήσω σε τραγούδι, αλλά θέλοντας μουσική να με συνοδέψει, ψάχνω τον αγαπημένο Rachmaninoff. Βάζω να παίζει εκείνο το αίσθημα που του βγήκε όταν εντυπωσιάστηκε από έναν πίνακα και κάνω ένα κείμενο από το αίσθημα που μου βγαίνει όταν ακούω αυτή τη σύνθεση που πάντα με εντυπωσιάζει.

 

*Έγραψα ακούγοντας το The Isle of the Dead, Op. 29 του Sergei Rachmaninoff, ένα συμφωνικό ποίημα που εμπνεύστηκε και έγραψε αφού είδε τον πίνακα “Isle of the dead” του Ελβετού ζωγράφου Arnold Böcklin.