Το «μαγείρεμα» στις δισκογραφικές πωλήσεις είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η δισκογραφία. Το θέμα όμως σήμερα είναι κάπως πιο σύνθετο-ίσως γιατί η « μαγειρική» ενσωματώνεται σιγά σιγά και γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ψηφιακής διακίνησης της μουσικής: Όσο το streaming μετατρέπεται στο κατεξοχήν μέσο πώλησης και προώθησης της μουσικής, τόσο τελειοποιούνται οι …σεφ της ψηφιακής «μαγειρικής», με αποτέλεσμα να αυξάνονται και να πληθύνονται οι εταιρείες που ειδικεύονται σε αυτού του είδους τις «γκρίζες» υπηρεσίες.
Ειδικά στις ΗΠΑ όπου το νομικό πλαίσιο αργεί να προσαρμοστεί στον καλπάζοντα ρυθμό των ψηφιακών εξελίξεων, οι third party εταιρείες που εξειδικεύονται στο “streaming promotion” (νέα μέσα, νέο λεξιλόγιο στο χώρο) δίνουν κάτι παραπάνω από ένα χεράκι στα streams -με το αζημίωτο βέβαια: Πόσα εκατομμύρια streams θέλετε; Τόσα; Ε ανάλογος είναι και ο λογαριασμός που θα σας έρθει… -κι αυτό λειτουργεί ως τώρα νομότυπα, τουλάχιστον στις ΗΠΑ.
Κώδικας Δεοντολογίας και Μαύρη Αγορά του Streaming
Σίγουρα όταν μιλάμε για τη βιομηχανία της μουσικής, μιλάμε για ένα υπερανταγωνιστικό φάσμα δραστηριοτήτων και μεθόδων, αρκεί βέβαια να υπάρχουν κάποιοι minimum κανόνες δεοντολογίας για να περιορίζονται εν μέρει -έστω- οι εξόφθαλμα… επιθετικές και μάλλον «γκρίζες» ενέργειες.
Αυτή την απλή σκέψη έκαναν το καλοκαίρι του 2019 οι κολοσσοί της μουσικής βιομηχανίας και στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την μάστιγα της «μαύρης αγοράς» του streaming -όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε ο John Phelan, γενικός διευθυντής της Συνομοσπονδίας Μουσικών Εκδοτών -συνέταξαν εκείνο το καλοκαίρι έναν κώδικα δεοντολογίας, καταδικάζοντας στο πυρ το εξώτερο το “streaming manipulation”. (Είναι η πρακτική που φουσκώνει τεχνητά τα νούμερα των ακουσμάτων αλλά και τον αριθμό των μόνιμων εγγεγραμμένων μουσικόφιλων «πελατών» στις πλατφόρμες streaming) με αποτέλεσμα, αφενός να μειώνεται η τύχη (και τα χρήματα) μικρότερων καλλιτεχνών και αφετέρου να υπονομεύεται η εγκυρότητα των charts.
Κοιτάχτε όμως πώς λειτουργεί το σύστημα εδώ. Αφού ψηφίστηκε ο εν λόγω κώδικας και αφού όλες οι εταιρείες συμφώνησαν να είναι “καλά παιδιά”, το περιοδικό Rolling Stone, δημοσιεύει σε άρθρο του στις αρχές του Μάρτη, τη συνομιλία που είχε η εταιρεία Blue Print -καταξιωμένη εταιρεία μάνατζμεντ και διανομής που αναλαμβάνει Grammy καλλιτέχνες- με τον Joshua Mack, ιδιοκτήτη της εταιρείας streaming promotion 3BMD.
Στο ηχογράφημα που έφτασε αυτούσιο στα γραφεία του Rolling Stone και αφορά τον αναμενόμενο δίσκο του διάσημου ράπερ G-Eazy, ακούγονται όλα τα διευθυντικά στελέχη της Blue Print να επεξεργάζονται μαζί με τον Joshua Mack, τρόπους να «ενδυναμώσουν» τα streams της μέλλουσας κυκλοφορίας. «Θέλουμε να γίνει κάτι πραγματικά μεγάλο μ΄αυτή την κυκλοφορία» λένε, ενώ ο «μάγος» Mack τους τάζει λαγούς με πετραχήλια. Συγκεκριμένα, αναφέρει συγκεκριμένο αριθμό streams -σχεδόν τον διπλό από αυτόν που είχε υπολογίσει η Blue Print- έναντι αμοιβής χιλιάδων δολαρίων. «Το δίκτυό μας» λέει χαρακτηριστικά «μπορεί να φτάσει τα 200 εκατομμύρια streams μηνιαίως, απλώνοντας το υλικό σε διάφορους “πελάτες” μας».
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στην εν λόγω ιστορία είναι ότι μέσα από τη συνομιλία αυτή, παίρνουμε μια γεύση για το πώς λειτουργεί το σύστημα, πώς οι «third party» εταιρείες προσπαθούν να σαγηνεύσουν τους πελάτες τους (καλλιτέχνες, μάνατζερς, δισκογραφικές ετικέτες), τι υποσχέσεις τους δίνουν, πώς «κατασκευάζουν» εκατομμύρια streams.
Κι εδώ αναρωτιέται κανείς: Καλά όλα αυτά, αλλά η άλλη μεριά, οι πλατφόρμες δηλαδή που διακινούν τη μουσική όπως π.χ το Spotify- που μόνο μικρή και άπορη κορασίδα δεν είναι -γιατί δεν «απαντούν» βρίσκοντας τις κατάλληλες μεθόδους που θα ανιχνεύουν τα κατασκευασμένα streams;
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν οι μέθοδοι αυτοί. Και η προσπάθεια γίνεται -αλλά όχι πάντα με επιτυχία. Όπως παραδέχεται ο Joshua Mack στην Blue Print, «το Spotify μας έχει τιμωρήσει πολλές φορές, αλλά οι καλλιτέχνες εξακολουθούν να μας εμπιστεύονται. Γιατί; Γιατί έχουμε καταφέρει να διαρρήξουμε τον κώδικα, να χειριστούμε το σύστημα και να φτάσουμε σε αστρονομικά νούμερα τα streams».
«Υψηλή μαγειρική» και ποινές
Η τέχνη του …μαγειρέματος στη δισκογραφία καλά κρατεί και (όπως ήδη είπαμε) χρονολογείται από τη γέννηση της ίδιας της δισκογραφίας. Οι νέοι digital marketers μάλιστα, λένε ότι μέρος των πρακτικών του «διαχειρισμού» των streams (για να το πούμε κομψά), μοιάζουν με την πολυδοκιμασμένη μέθοδο των επί πληρωμή ραδιοφωνικών μεταδόσεων: Τρίτοι εμπλεκόμενοι «συνεργάτες», κτίζουν η αποκτούν το κοντρόλ playlists ή δικτύων με playlist σε πλατφόρμες όπως το Spotify και τοποθετούν εκεί τα τραγούδια των πελατών τους έναντι συγκεκριμένης αμοιβής.
Στην εποχή του ψηφιακού ανταγωνισμού δε, είναι αναμενόμενο να έχουν αναπτυχθεί και άλλες πιο σοφιστικέ μέθοδοι, που κάνουν ακόμα πιο αποτελεσματικά και μαζικά τη δουλειά τους. Κατά τα λεγόμενα των ειδικών, υπάρχουν εταιρείες που κατασκευάζουν εξειδικευμένα προγράμματα για την αυτόματη αναπαραγωγή χιλιάδων νέων ακροάσεων ενός κομματιού ή ολόκληρων playlist -γεγονός που όχι μόνο φουσκώνει τον αριθμό των streams, αλλά οδηγεί και στην αλλοίωση (προς τα κάτω εννοείται) του ποσοστού των εισπράξεων που αναλογεί στα υπόλοιπα κομμάτια που δεν έχουν υιοθετήσει ανάλογες μεθόδους.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το σύστημα μπάζει ολούθε. Εταιρείες καλλιτέχνες, μάνατζερ, εκδότες, έχουν μπει σε ένα θολό παιχνίδι πρωταθλητισμού, όπου τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη περνάνε σχεδόν απαρατήρητα –παρά τους υπογεγραμμένους κανόνες ή τα penalty που έχουν καταγραφεί ως τώρα. Γιατί penalty υπάρχουν. Τα τραγούδια καλλιτεχνών που έχουν εντοπιστεί ως προϊόντα «μαγειρικής», εξορίζονται δια παντός από την πλατφόρμα που τα διακινεί.
Το Spotify, για παράδειγμα, αφαίρεσε τον περασμένο Γενάρη δεκάδες χιλιάδες κομμάτια από την πλατφόρμα του, με τη δικαιολογία ότι είχαν πλαστά streams. Και η Sony Music με τη σειρά της, έχει προσλάβει εξειδικευμένο προσωπικό, που επιτηρεί «και εμποδίζει το streaming manipulation από τους υπαλλήλους της ή τη συνεργασία με τρίτες εταιρείες, που δρουν εκ μέρους της».
Όμως, υπάρχουν κενά και εδώ. Γιατί έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου καλλιτέχνες ή μάνατζερς μπήκαν μέσα σ΄ αυτή την ιστορία παρά τη θέλησή τους, μέσα από digital marketing εταίρους που πουλούν τις υπηρεσίες τους, λέγοντας ότι δουλεύουν καθαρά –π.χ. ισχυρίζονται ότι το μπουστάρισμα των streams μπορεί να επιτευχθεί, μέσα από διαφημίσεις που τοποθετούν στο Facebook ή με το ανέβασμα των κομματιών σε playlists που δεν ζητούν πληρωμή –με το σκεπτικό να τραβηχτούν κάποια στιγμή από το Spotify. «Όλοι προσπαθούν να μπουν σε playlists. Όλοι προσπαθούν να βάλουν πόδι κάπου» είναι η άποψη του Chris Anokoute, πρώην Artist and Repertoire manager σε μεγάλες δισκογραφικές και πρόσφατα ιδρυτή της εταιρείας ψυχαγωγίας Young Forever Inc. «Οι περισσότερες δισκογραφικές, προσλαμβάνουν τρίτους ανεξάρτητους playlisting εταίρους. Δεν είναι λίγες οι φορές που αποδεικνύεται ότι οι εταίροι αυτοί, δεν παίζουν καθαρό παιχνίδι».
Η ελπίδα έρχεται από την Ευρώπη
Η καταδικαστική απόφαση που ήρθε από το περιφερειακό δικαστήριο της Φρανκφούρτης στις 26 Ιανουαρίου του 2021, κατά του δημοφιλούς website «Likeservice24.de» και αφορούσε τις υπηρεσίες του σε παράνομη διαχείριση streaming, ήταν μια από τις τελευταίες καταδικαστικές αποφάσεις στη Γερμανία που συντόνισε η IFPI (ο διεθνής οργανισμός που εκπροσωπεί τα συμφέροντα της βιομηχανίας της μουσικής σε παγκόσμιο επίπεδο) μαζί με παράγοντες της Γερμανικής βιομηχανίας.
Τα ασφαλιστικά μέτρα που εκπόνησε το δικαστήριο, απαγορεύουν στο Likeservice να προσφέρει τεχνητά streams σε digital providers αλλά και ψεύτικα σχόλια και likes που έχουν σχέση με μουσικό περιεχόμενο. Στη Γερμανία ειδικά, η δράση της IFPI έχει εμποδίσει μέσα στο 2020, έξι ακόμα υπηρεσίες streaming που δρούσαν ανάλογα. Αυτή η επιβλαβής πρακτική που στερεί καλλιτέχνες, τραγουδοποιούς και κατόχους δικαιωμάτων από τη δίκαιη χρηματική ανταμοιβή τους και παραπλανά το κοινό της μουσικής, πρέπει να σταματήσει» είναι τα λόγια του γενικού διευθυντή της IFPI Frances Moore.
Τίποτα απ΄ όλα αυτά όμως δεν έχει συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφήνοντας την εκεί αγορά, έρμαιο των αντιφάσεων της. Όσο κι αν οι εκπρόσωποι της Spotify επιμένουν ότι η πρακτική της υπόσχεσης συγκεκριμένων streams έναντι αμοιβής παραβιάζει τους όρους των υπηρεσιών που προσφέρει η πλατφόρμα, ενθαρρύνοντας την αρπαγή των νόμιμων εισπράξεων από άλλους καλλιτέχνες και κατόχους δικαιωμάτων, συνομιλίες όπως αυτή που έχει η Blue Print με τον Joshua Mack, μας δίνει την πραγματική εικόνα της κατάστασης.
Άλλωστε, ήταν και εκείνος παθών (όπως και πολλοί παράνομοι συνάδελφοί του). To Spotify του, είχε εξαφανίσει στο παρελθόν όλες του τις playlists. Αλλά he figured it out (βρήκε τον τρόπο) και «έσπασε» το σύστημα. Και τώρα αλωνίζει. Μέσα σε εκατομμύρια streams…