Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε…

Είναι, λένε οι μεν, καμωμένη από το πλευρό του Αδάμ και από χέρι θεϊκό. Είναι, αντιτάσσει το μικροσκόπιο των βιολόγων, η κυρίαρχη «κανονικότητα» της φύσης –το μισερό αρσενικό χρωμόσωμα Υ όλο και συρρικνώνεται, χάνει λειτουργικά του γονίδια, κάποιοι ερευνητές σπεκουλάρουν, μάλιστα, πως σε καμιά δεκαριά εκατομμύρια χρόνια θα έχει εξαφανιστεί ολότελα (sorry, guys).

Είναι το πάλαι ποτέ ασθενές φύλο, που η πολιτική ορθότητα και ο (διευρυμένος) φεμινισμός μετονόμασαν σε ωραίο. Είναι η διαχρονική και παγκόσμια ιερότητα της μάνας, αλλά και η σύγχρονη πειθήνια ξαναμμένη της πορνοβιομηχανίας. Είναι το 49,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, κοντά 3.900.000.000 ψυχές, αλλά εξ αυτών ούτε καν οι μισές δεν μετέχουν στην αγορά εργασίας.

Είναι τόσα πολλά ακόμα που την συναποτελούν και την ορίζουν… Οπότε, ρίχνω στο πικάπ Ελένη Δήμου και «Η ζωή είναι γυναίκα» (μουσική Μιχάλη Καπούλα, στίχοι Μαριανίνας Κριεζή) για να συνεννοηθούμε κάπως. Γιορτάζει, λοιπόν, σήμερα επισήμως η (κάθε) γυναίκα. Τυπικά, από το 1977, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κάλεσε τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν την 8η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (και για την Παγκόσμια Ειρήνη, γιατί αν περιμέναμε μόνο από την πατριαρχία θα είχαμε ήδη εκλείψει ως είδος).

Η εν λόγω παγκόσμια μέρα –η γέννηση της οποίας έχει σαφώς σοσιαλιστικο-σοβιετικό υπόβαθρο, κι ας μιλάει ο αστικός μύθος για κινητοποίηση εργατριών κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Υόρκη, στις 8 Μαρτίου 1857–λειτουργεί, στην πραγματικότητα, ως πανανθρώπινο ξεκάρφωμα για όσα, συχνά απάνθρωπα, υφίσταται και υπομένει η γυναίκα σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη της Γης. Η γυναίκα που, αρχές του 21ου αιώνα, δεν ορίζει τη ζωή της. Κι ας τραγουδάει ακόμα η Λέζλι Γκορ, από το μακρινό 1963, «You Don’t Own Me» (των Ντέιβ Ουάιτ και Τζον Μαντάρα).

Σηκώνει πολλή κουβέντα το τι ακριβώς γιορτάζουν οι γυναίκες κάθε 8 Μαρτίου. Η συγκυρία, όμως, το ‘φερε και, τουλάχιστον στα μέρη μας, η φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας συμπίπτει χρονικά με μια μεταφορική γιορτή που συντελείται εδώ και κάνα δίμηνο, ωθώντας κι οδηγώντας την ελληνική κοινωνία να αναθεωρήσει δοξασίες και στερεότυπα. Ο λόγος, για το (αδέξια βαφτισμένο, κατ’ εμέ) #Ελληνικό MeToo. Που καλά κρατεί, προελαύνει, δυναμώνει. Μπορεί, μέσα στη «λαίλαπα των αποκαλύψεων», να κατέλαβε τελικά σαφώς πιο κεντρική θέση το λιγναδικό ζήτημα (για να μην πω το «λιγναδοκούγικο»), μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι όταν, στα μέσα του περασμένου Γενάρη, η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου αποφάσισε να μιλήσει για τον βιασμό της (ναι, τώρα… τώρα το έκανε, μην αρχίσουμε τα ίδια) το όλο ζήτημα είχε σαφώς έμφυλο πρόσημο. Κι έτσι, στην Ελλάδα του 2021 η βία κατά των γυναικών αρχίζει να αποκτά σιγά-σιγά ονοματεπώνυμο. Και του θύματος, αλλά και του θύτη.

 

Τραγουδώντας τα κλισέ

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Π.Ο.Υ., μία στις τρεις γυναίκες παγκοσμίως έχει κάποια στιγμή στη ζωή της βιώσει σωματική ή/ και σεξουαλική βία από συντρόφους και μη. Βάζουμε να ακούσουμε το λυρικά σπαρακτικό «Sullen Girl» της Νεοϋορκέζας Φιόνα Απλ, μια συνοδεία πιάνου κατάδυση στο προσωπικό τραύμα της τραγουδοποιού στον απόηχο του βιασμού της στα 12 χρόνια της… Όταν το τραγούδι γίνεται γιατρικό –για σένα που το γράφεις, για τους τόσους που το ακούν.

Είναι σαφές, από την άλλη, ότι το τραγούδι, ως μορφή τέχνης άκρως λαϊκή, συνδιαμορφώνει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα κρατούντα ήθη. Ακόμη περισσότερο στις μέρες μας, όπου η μουσική είναι σχεδόν απόλυτα ταυτισμένη με την εικόνα –του καλλιτέχνη, των σόου του, των βιντεοκλίπ, στα σόσιαλ του… Όμως, παρά τον οπτικό, ηχητικό, στιχουργικό, ή στιλιστικό εκσυγχρονισμό τους, τα έργα (συχνά και οι ημέρες) καμπόσων αστέρων του ημεδαπού και διεθνούς πενταγράμμου διαιωνίζουν, ηθελημένα ή μη, τα έμφυλα στερεότυπα. Εκτός, ξερωγώ, κι αν θεωρήσουμε κάργα εκσυγχρονισμό και φεμινιστική κατάκτηση το ότι πλέον και οι γυναίκες της ραπ μουσικής, μαϊμουδίζοντας τους άνδρες προπάτορες του είδους, αναπαράγουν όλο αυτό το φετιχιστικά καταναλωτικό τίποτα που κωλοτρίβεται διαρκώς με τον σεξισμό, την ένοπλη βία, το βρισίδι, το ηδονοβλεπτικό φαίνεσθαι… Τύπου «I Won», με τον Φιούτσερ σε σύμπραξη με τον Κάνγιε Ουέστ, ξερωγώ.

Αλλά ας μείνουμε στις εορτάζουσες. Που, μέσα από τα τραγούδια τους, έχουν και εκείνες απ’ την πλευρά τους τροφοδοτήσει και ποτίσει στερεότυπα. Όπως τη θηλυκή υποταγή και μοιρολατρία απέναντι σε πατριαρχικά δεινά που τους κάνουν τον βίο αβίωτο. Τι σκατά μάθημα ζωής να πάρει, δηλαδή, μια κοπέλα που θα ακούσει την Καίτη Γκρέυ να τραγουδάει την «Αξιοπρέπεια» (μουσική Βασίλη Βασιλειάδη, στίχοι Λούλας Παπαγιαννοπούλου) ξεκινώντας με το διαφωτιστικό δίστιχο, «Αξιοπρέπειά μου καταδικασμένη/ αυτός ο έρωτας σε θέλει πεθαμένη»; Μεταξύ μας, τώρα, κι εκείνο το κλασικό, τεατράλε και λαοφιλές «Για σένανε μπορώ» (μουσική Αντώνη Στεφανίδη, στίχοι Σώτιας Τσώτου), με την Μαρινέλλα να παραδέχεται –μέσα από όντως εξαιρετικές τραγουδιστικές φιοριτούρες– πως για τον έρωτα εκείνου μπορεί α) να προδώσει πατρίδα, β) να φιλήσει λεπρό, γ) να ανέβει σέρνοντας το πιο ψηλό βουνόοοο♫, και άλλα τέτοια μαξιμαλιστικά, υπερβάλλει ενδεχομένως κάπου, αλλά, ε, πάνω στην καψούρα του, πολλά νομίζει ότι μπορεί κανείς…

Σε τελική ανάλυση, βέβαια, οι αστέρες της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας θα συνεχίσουν να απευθύνονται στο κοινό τους όπως οι ίδιοι κρίνουν αποτελεσματικότερα, οι νομοθέτες θα επιχειρούν να πιάσουν τον σφυγμό του κοινού περί δικαίου αισθήματος, κάποιοι θα βγαίνουν (πάντα) μπροστάρηδες στις κοινωνικές διεκδικήσεις, κάποιοι άλλοι θα αρκούνται στην «επανάσταση» μέσω πληκτρολογίου και οθόνης. Για να παραφράσουμε, ωστόσο, τον Κένεντι, το μείζον δεν είναι τι μπορεί να κάνει το #MeToo για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για το #MeToo.

Δεν χρειάζεται, ευτυχώς, να είναι παθούσα κάποια για να μπορεί να συνεισφέρει στο κίνημα που λέει «Τέλος!» στην συγκάλυψη της έμφυλης βίας κατά των γυναικών. Αρκεί που θα γίνει εν δυνάμει μητέρα. Ή που, τέλος πάντων, θα επηρεάσει λιγότερο ή περισσότερο το μεγάλωμα ενός παιδιού. Τα παιδικά μυαλά, οι ψυχές, και τα σώματα που –είτε το θέλουμε είτε όχι– πλάθουμε και διαμορφώνουμε, εμείς οι γυναίκες, είναι ουσιαστικά τα δοχεία που θα μεταφέρουν τους χυμούς του αύριο. Ας μην τα ξαναγεμίσουμε, ρε σεις, πάλι με το γνωστό ξινισμένο κρασί περασμένων δεκαετιών και νοοτροπιών.

«Δε θέλω οι γυναίκες να έχουν εξουσία πάνω στους άντρες -θέλω να έχουν πάνω στους εαυτούς τους», έγραφε η Μέρι Σέλι στις αρχές του 19ου αιώνα. Κι ακόμη πιο πίσω, τον 9ο μόλις αιώνα, η Κασσιανή, η περιβόητη ηγουμένη-υμνογράφος του Βυζαντίου, το είχε θέσει περίφημα στην γνωστή, ιταμή απάντησή της προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο: «Και εκ γυναικός τα κρείττω». Ευκαιρίας δοθείσης, το λοιπόν, ακούμε το Τροπάριο της Κασσιανής. Πάσχα έρχεται από μακριά, όλες μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάσταση. Μόνο που τούτη η ανάσταση δεν θα’ ρθει από καμιά θεία παρέμβαση. Μπορεί, όμως, να έρθει από ένα #MeToo.