Με αφορμή την Ημέρα Ραδιοφώνου

Μπορεί η τηλεόραση αλλά και τα ψηφιακά μέσα πλέον, να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά την ενημέρωση και τη διασκέδαση αλλά όπως και να το κάνουμε το ραδιόφωνο έχει άλλη χάρη. Σου δίνει τη δυνατότητα να ονειρευτείς είτε ακούγοντας τη φωνή του παραγωγού είτε πολύ περισσότερο ακούγοντας μουσική. Άλλωστε όπως και να το κάνουμε, η μουσική και το ραδιόφωνο πηγαίνουν χέρι χέρι από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του.

Δεν υποβαθμίζουμε την προσφορά του στην ενημέρωση ειδικότερα πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και μια δυο δεκαετίες αργότερα -στην Ελλάδα ίσως και αργότερα- αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή παρέας, συντροφιάς. Κάτι σαν ερωτικός σύντροφος που μας περιμένει πάντα, έτοιμος να μας προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το ραδιόφωνο είναι έρωτας. Είτε σου αρέσει είτε όχι. Είτε το έχεις βάλει στη ζωή σου είτε όχι. Και ραδιόφωνο δεν είναι μόνο το κουμπάκι που πατάμε μόλις μπούμε στο αυτοκίνητο για να μας κάνει παρέα. Το ραδιόφωνο είναι τρόπος ζωής για τον κάθε ακροατή. Ένα μέσον επικοινωνίας που παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και τον ανταγωνισμό που έχει, συνεχίζει να αναπνέει και να εμπνέει.

Παρακάτω θα θυμηθούμε, ένα μέρος της ιστορίας του ραδιοφώνου, κυρίως του ελληνικού, αυτής της συσκευής, που στη χρυσή της εποχή, συγκέντρωνε όλη την οικογένεια στο σπίτι, ήταν δείγμα πλουτισμού για τον κάτοχό της, υπεύθυνη για όμορφες βεγγέρες, σε εποχές που τα πράγματα κινούνταν αρκετά πιο αργά.

Πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Ελλάδα

Τo 1926, μέσα στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, o Χρίστος Τσιγγιρίδης στήνει τον πομπό του, τον οποίο λειτουργεί μόνον κατά τη διάρκειά της, τον Σεπτέμβριο. Ο Πρώτος Ραδιοφωνικός Σταθμός της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι πλέον γεγονός. Ο σταθμός του είχε πομπό ισχύος αρχικά 400W και στη συνέχεια 4,5 KW (κιλοβάτ) και εξέπεμπε σε συχνότητα μεσαίων κυμάτων (218,5 kHz), με κεραία ύψους 45 μέτρων. Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης, αρχικά, πουλάει μεγάφωνα και ενισχυτές στη ΔΕΘ ως αντιπρόσωπος της Γερμανικής εταιρείας SIEMENS – HALSKE. Συσκευές εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα.

Οι μεγαφωνικές του εγκαταστάσεις και ειδικά τα μεγάφωνά του είχαν χαρακτηριστεί ως «κλαπατσίμπαλα» και όπως ήταν φυσικό προκαλούσαν δέος και θαυμασμό. Κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ διαφήμιζε τους εκθέτες και έπαιζε μουσική. Να σημειωθεί επίσης, ότι ο όρος μεγάφωνο ήταν τότε αδόκιμος. Μεταφράστηκε λοιπόν ο αγγλικός όρος Loudspeaker, που κατά κυριολεξία σημαίνει «Μέγας Λέκτης». Η αυστηρή νομοθεσία για τις ραδιοφωνικές εκπομπές υπήρχε ήδη και έτσι για αρκετά χρόνια η λειτουργία του πομπού επιτρεπόταν μόνον κατά την διάρκεια της ΔΕΘ.

Οι προσπάθειες του Τσιγγιρίδη να πάρει άδεια διαρκούς λειτουργίας ήταν συνεχείς. Όμως, για πολλά χρόνια παρέμειναν άκαρπες. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Συνέχισε να αγωνίζεται για το όραμά του, ενώ από τον Σταθμό του πέρασαν ουκ ολίγοι καλλιτέχνες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το γραμμόφωνο μόλις είχε γίνει ηλεκτρικό, οι δίσκοι ήταν λιγοστοί και φτωχή η ελληνική δισκογραφία. Ούτε το μαγνητόφωνο είχε έρθει στο προσκήνιο.

Το μουσικό πρόγραμμα αποτελούνταν από ζωντανές εκτελέσεις κομματιών από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, μέσα στο στούντιο καθώς και ειδήσεις, συνεντεύξεις, διαλέξεις από καθηγητές και περιστασιακά σχόλια από τον ίδιο τον Τσιγγιρίδη. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, χρηματοδοτούσε τις λειτουργίες του σταθμού από τις δικές του οικονομίες, και χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να αρχίσει να έχει κέρδη από τον αυξανόμενο αριθμό των διαφημίσεων. Βασικοί συνεργάτες του Τσιγγιρίδη στη δεκαετία του ’30 υπήρξαν οι: Μ. Γροσομανίδης, Νίκος Καρμίρης, Α. Στρατίδης, Τραϊανού, Κοσμάς Τσαντσάνογλου κ.α.

Ο σταθμός του λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας· λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ. Στη Μεταξική περίοδο, αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς, γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις, ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά τη γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει σε λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.

Τα πρώτα βήματα

Στην Ελλάδα, όπως συνέβη και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η ραδιοφωνία ξεκίνησε δειλά τη δεκαετία του 1920. Την εποχή που στη χώρα μας ακόμη πειραματιζόμασταν στις ΗΠΑ, υπήρχαν περισσότεροι από 500 σταθμοί. Την 1η Μαρτίου 1922, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο Κώστας Πετρόπουλος, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, επέδειξε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ραδιοφωνικής λήψης στην Εταιρεία Φυσικών Επιστημών.

Ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο πείραμα ραδιοφωνικής μετάδοσης στην Ελλάδα έγινε στο σταθμό Βοτανικού της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας έναν πομπό 200 Βατ. Αυτά τα πρώτα πειράματα, διήρκεσαν μόνο μερικές εβδομάδες και έγιναν με μηχανήματα κατασκευασμένα από τη σουηδική εταιρεία Swensa Radio Aktiebolaget.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, έγιναν κι άλλες πειραματικές μεταδόσεις στην Αθήνα, στη σχολή Μεγαρέως, που ήταν η πρώτη σχολή στην Ελλάδα που προσέφερε σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών. Αυτές οι εκπομπές γίνονταν από ερασιτέχνες που ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Ερασιτεχνών Ασυρμάτου. Οι εκπομπές διαφημίστηκαν στις εφημερίδες, με αποτέλεσμα διάφοροι ν’ αρχίσουν να φτιάχνουν μόνοι τους ή να αγοράζουν δέκτες για να τις ακούν ή για να «πιάνουν» ξένους σταθμούς.

Το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για την ραδιοφωνία μεταξύ 1921 και 1926, παραχωρούσε άδειες λήψης έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, και επιτρεπόταν μόνο μια εσωτερική κεραία σε κάθε σπίτι. Επιπλέον, στη Βόρεια Ελλάδα, δεν επιτρεπόταν η κατοχή δεκτών μέχρι το 1928.

Το 1926, το υπουργείο Συγκοινωνίας, αρμόδιο (τότε) για τα Ταχυδρομεία, τον Τηλέγραφο και την Τηλεφωνία, (σ.σ. η γνωστή εταιρεία ΤΤΤ), αποφάσισε να ιδρύσει Ράδιο-ηλεκτρική Υπηρεσία, με στόχο τον έλεγχο των ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Λίγο αργότερα υπό την σκέπη του, πραγματοποιήθηκαν περιοδικές μεταδόσεις Λειτουργίας για τους ασθενείς των νοσοκομείων.

Προσπάθειες ανάπτυξης

Το 1929 η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου αποφάσισε να στρέψει την προσοχή της σε αυτή τη νέα εφεύρεση, προσπαθώντας να παρέμβει ως προς τον έλεγχό της. Άρχισαν διαδικασίες προσφορών πομπού, που θα εξυπηρετούσε ολόκληρη τη χώρα. Η χαμηλότερη προσφορά προήλθε από τον Ηρακλή Δημητριάδη, που πρότεινε να αναλάβει την εγκατάσταση και λειτουργία πομπού Marconi ισχύος 12 KW (κιλοβάτ) και να χρεώνει κάθε ιδιοκτήτη ραδιοφωνικού δέκτη 1 δραχμή την ημέρα. Αυτή η συμφωνία κατέρρευσε αργότερα, λόγω διαφωνιών μεταξύ του Δημητριάδη και της κυβέρνησης. Μια παρόμοια συμφωνία έγινε το 1930 με τον Εμμανουήλ Μάρκογλου η οποία αργότερα ακυρώθηκε από την κυβέρνηση.

Παρ’ όλα αυτά, συνεχίστηκαν να γίνονται για μερικά ακόμα χρόνια πειραματικές μεταδόσεις από τον Όμιλο Φίλων Ασύρματου που ιδρύθηκε το 1927. Ο Όμιλος οργάνωσε σεμινάριο για την τεχνολογία του ραδιοφώνου το 1930 που περιελάμβανε και τη ραδιοφωνική εκπομπή της εναρκτήριας ομιλίας που απηύθυνε στο σεμινάριο ο υπουργός Συγκοινωνίας (Χατζηδουλής, 1988, 1η Ιουλίου). Υπήρχαν μόνο μερικοί χιλιάδες ραδιοφωνικοί δέκτες στην Ελλάδα την εποχή εκείνη, αφού το κόστος εκάστου ενός ήταν περίπου 8.000 δραχμές, ποσόν απαγορευτικό για τον μέσο πολίτη.

Δικτατορία Μεταξά

Το 1936 η Δικτατορία του Μεταξά αποφάσισε να δημιουργήσει κρατικό ραδιόφωνο για προφανείς λόγους. Η κυβέρνηση υπέγραψε συμβόλαιο με τη γερμανική εταιρεία Telefunken για την κατασκευή ενός πομπού μεσαίων κυμάτων ισχύος 100W (Watt, βατ) στη Θεσσαλονίκη, ενός πομπού βραχέων κυμάτων 5 kW στην Κέρκυρα, και ενός πομπού επίσης βραχέων, ισχύος 20 kW στην Αθήνα. Το συμβόλαιο γρήγορα ακυρώθηκε, αλλά αντικαταστάθηκε από ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο η Telefunken θα εγκαθιστούσε πομπό μεσαίων κυμάτων ισχύος 15 kW στα Λιόσια.

Στις 25 Μαρτίου 1938, η Ελλάδα ήταν μια από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που απέκτησε εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ να τον εγκαινιάζει (εκφωνώντας μέσω του σταθμού το διάγγελμα για την Εθνική Εορτή). Κανονικό πρόγραμμα, με μουσική από τη συμφωνική ορχήστρα του σταθμού, χορωδία, ειδήσεις, και κλασική μουσική, άρχισε να μεταδίδεται στις 21 Μαΐου 1938.

Την ίδια χρονιά, ακολούθησε η ίδρυση της Υπηρεσίας Ραδιοφωνικών Εκπομπών που ανέλαβε την ευθύνη λειτουργίας του σταθμού, η οποία ανήκε στο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Όμως, ο έλεγχος γενικά των τηλεπικοινωνιών ήταν υπό την ευθύνη του υπουργείου Συγκοινωνιών.

Μερικούς μήνες αργότερα, ένα άλλο συμβόλαιο υπογράφηκε με την Telefunken για να αυξηθεί η ισχύς του εθνικού σταθμού από 15 σε 70 kW, αλλά η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας ανέβαλε το σχέδιο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων του πολέμου, οι δύο υπάρχοντες σταθμοί (Αθηνών-Θεσσαλονίκης) μετέφεραν νέα από το μέτωπο και προσπαθούσαν να ανεβάσουν το ηθικό των στρατιωτών και του λαού.

Κατοχή

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-1944), δεν υπήρξε καμιά επέκταση του δικτύου. Οι δυνάμεις κατοχής διέλυσαν το υπουργείο Τύπου και Τουρισμού και ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (ΑΕΡΕ) που ανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Την ίδια περίοδο, η Υπηρεσία Λογοκρισίας, με έδρα τη γερμανική πρεσβεία, επέβλεπε τις ειδικές προπαγανδιστικές εκπομπές. Οι Ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους υποχρέωσαν επίσης όλους τους ιδιοκτήτες ραδιοφώνων μέσα και γύρω από την Αθήνα να δηλώσουν τις συσκευές τους. Οι συσκευές «σφραγίστηκαν» με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να πιάνουν μόνο τον εθνικό σταθμό των Αθηνών -τον οποίο οι γερμανικές δυνάμεις έλεγχαν. Επίσης, επανειλημμένα εκδόθηκαν διαταγές να παραδοθούν τα ραδιόφωνα, επί ποινή ισόβιας φυλάκισης ή και ακόμη και θανάτου.

Στόχος των Γερμανών ήταν να απομονωθούν οι Έλληνες από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά πολλοί κράτησαν τα ραδιόφωνά τους κρυμμένα -μερικοί έφθασαν να τα θάψουν στην αυλή τους- και πολλοί συχνά άκουγαν την ελληνική εκπομπή του BBC «Εδώ Λονδίνο».

Με την Απελευθέρωση

Το 1947, ο πομπός του Χρίστου Τσιγγιρίδη αγοράστηκε από το το ΕΙΡ. Καταργεί τα μηχανήματά του, και εγκαθιστά στον ίδιο χώρο νέο, ισχυρότερο πομπό, Ο Τσιγγιρίδης βρίσκεται ξαφνικά άεργος μετά την αναγκαστική εξαγορά των μηχανημάτων του, καθώς το κρατικό ίδρυμα αποφασίζει να μην αξιοποιήσει την τεχνογνωσία και την εμπειρία του. Τελικά πεθαίνει την ίδια χρονιά και κηδεύεται με τιμές που ποτέ δεν γνώρισε εν ζωή.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, ο εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών λειτουργούσε υπό καθεστώς λογοκρισίας και εξέπεμπε κυρίως τα βράδια. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε ειδήσεις, παιδικές εκπομπές, κλασική και σύγχρονη ελληνική και ξένη μουσική, εκκλησιαστικές λειτουργίες, καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονταν σε γυναίκες, αγρότες και άλλες κοινωνικές ομάδες.

«Το Ενόπλων Δυνάμεων»

Όταν ο Τσιγγιρίδης πέθανε, το ΕΙΡ διέθετε δύο μόνο σταθμούς στην Ελλάδα (Αθήνα – Θεσσαλονίκη) με τρία στούντιο στο Ζάππειο, φτωχά εξοπλισμένα με πεπαλαιωμένα μηχανήματα. Επειδή οι σταθμοί δεν είχαν έσοδα από διαφημίσεις, το ΕΙΡ χρηματοδοτείτο από την εισφορά που πλήρωναν οι κάτοχοι ραδιοφώνων, που υπολογίζονται σε 40.000 περίπου. Το 1948, καθώς η οικονομική κατάσταση βελτιωνόταν, ένας πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 kW εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε εισαγωγή μηχανημάτων λήψης και ανταλλακτικών αξίας 50.000 δολαρίων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η δημιουργία ραδιοφωνικών σταθμών άρχισε να επιταχύνεται. Σταθμοί κατασκευάστηκαν όχι μόνο από το ΕΙΡ αλλά επίσης και από ιδιωτικά συμφέροντα και από τις ένοπλες δυνάμεις. Ο σταθμός των ενόπλων δυνάμεων άρχισε ως πειραματικός σταθμός από στρατιώτες για τη δική τους διασκέδαση κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Άλλοι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του Αμερικανικού Πενταγώνου το 1949, όταν με τον νόμο 968/1949 ιδρύθηκε ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος (που ονομαζόταν στην τρέχουσα «το Ενόπλων Δυνάμεων» ή απλώς «το Ενόπλων», κατ’ αναλογίαν προς «το ΕΙΡ»). Μέχρι το τέλος του 1949 λειτουργούσαν πέντε αντίστοιχοι στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.

Δεύτερο Πρόγραμμα

Επειδή οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων διεύρυναν τη δημοτικότητά τους, το ΕΙΡ ίδρυσε νέα υπηρεσία το 1952, το Δεύτερο Πρόγραμμα, για να μεταδίδει εκπομπές παρόμοιες μ’ αυτές των σταθμών των ενόπλων δυνάμεων. Το Δεύτερο Πρόγραμμα μετέδιδε διαφημίσεις και προγράμματα με δημοφιλή μουσική -σε αντίθεση με τον πιο σοβαρό προσανατολισμό του Πρώτου Προγράμματος, το οποίο μετέδιδε ειδήσεις, πληροφορίες, εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά προγράμματα, αλλά όχι διαφημίσεις. Έτσι ή αλλιώς, όλοι οι σταθμοί από το 1946 έως το 1953, είτε στρατιωτικοί είτε πολιτικοί, λειτουργούσαν υπό καθεστώς αυστηρής προληπτικής λογοκρισίας, που τον ασκούσε η κυβέρνηση βάσει του νόμου 818/1946.

Τρίτο Πρόγραμμα

Τον Σεπτέμβριο του 1954 ιδρύθηκε το Τρίτο Πρόγραμμα του ΕΙΡ, με πρότυπο το αντίστοιχο του BBC, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην κλασική μουσική αλλά λειτουργώντας μόνο λίγες ώρες κάθε μέρα. Η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ανάκαμψη της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960, που επέτρεψε στην Ελλάδα να αναπτυχθεί οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, έδωσε επίσης τη δυνατότητα να αυξηθεί και ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών. Μέχρι το 1961 υπήρχαν πέντε ιδιωτικοί και δώδεκα σταθμοί του ΕΙΡ. Υπήρχαν επίσης και δώδεκα ραδιοφωνικοί σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων, που λειτουργούσαν κυρίως στην Βόρειο Ελλάδα. Οι σταθμοί των Ενόπλων, είχαν μικρότερη ισχύ και κάλυπταν πολύ λιγότερη έκταση απ’ ότι οι εθνικοί σταθμοί.

Λίγα…για την ιστορία

«Πρόγονος» του σημερινού ραδιοφώνου είναι ο ιστορικός, πλέον, τηλέγραφος, ο οποίος χρησιμοποιούταν στα μέσα του 19ου αιώνα για να στέλνει σήματα Μορς σε μεγάλες αποστάσεις. H χρονιά 1878, έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του ραδιοφώνου, καθώς τότε ο Γερμανός Xένριχ Έρτζ χρησιμοποίησε «περιοδικά κύματα σε πολύ μεγάλη συχνότητα τα οποία μετέτρεπαν την ταλάντωση σ’ ένα στατικό φαινόμενο», τα γνωστά μετέπειτα ως «ερτζιανά» (είναι ευνόητο, λοιπόν, από πού πήραν το όνομά τους…). Το 1895, ο Μαρκόνι, τελειοποίησε τη μεταφορά των ραδιοκυμάτων και το 1909 παρουσίασε το πρώτο ραδιόφωνο με μεταδόσεις διατλαντικές, εφεύρεση που τιμήθηκε -και δικαίως- με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής εκείνης της χρονιάς. Ωστόσο, η πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση είχε γίνει στην Αμερική ήδη το 1906, από τον Pέτζιναλντ Φίσεντιν την παραμονή των Χριστουγέννων…

Το 1920, άνοιξε ο πρώτος επαγγελματικός ραδιοφωνικός σταθμός στο Πίτσμπουργκ από τη εταιρεία «Oυεστινχάουζ» και την ίδια χρονιά, λίγο καιρό αργότερα, στη Μόσχα.

Κατοχή

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς. Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση, ο εκφωνητής κάλεσε τους ακροατές να μην πιστεύουν το σταθμό που σε λίγο θα μετέδιδε ψέματα. ( Η εν λόγω γνωστή ανακοίνωση από τον εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλο ότι η Ελλάδα είναι σε εμπόλεμη κατάσταση δεν είναι η αυθεντική, αλλά αναπαραγωγή που έγινε για αφιέρωμα που μεταδόθηκε το 1966. Το αυθεντικό χάθηκε γιατί οι εκπομπές δεν ηχογραφούνταν το 1940). Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο ΡΣΑ μετέδιδε τη γερμανική προπαγάνδα. Αν και το προσωπικό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το διακόπτει, προσποιούμενο τεχνικές δυσκολίες.

Οι Γερμανοί, λίγο πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις.

Πειρατικοί και παράνομοι ιδιωτικοί σταθμοί (δεκαετίες 1960-1980)

Τη δεκαετία του 1960, εμφανίστηκε το φαινόμενο των ραδιοπειρατών οι οποίοι είχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις σταθμούς μικρής εμβέλειας και ισχύος στα μεσαία κύματα και αργότερα στα FM. Οι σταθμοί έπαιζαν πολλή μουσική: λαϊκές επιτυχίες ή ροκ, αργότερα ντίσκο ή μέταλ, που δεν παίζονταν πάντα από τα κρατικά ραδιόφωνα και μετέδιδαν αφιερώσεις.

Υπολογίζεται ότι σε μια 20ετία υπήρξαν 5.000-7.000 ραδιοπειρατές, ίσως ακόμα και 10.000. Είχαν, ωστόσο, να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διώξεις και τις βαριές ποινές των Αρχών, οι οποίες τους επέβαλαν πρόστιμα βάσει του χουντικού νόμου 1244/1972, γιατί δεν είχαν άδεια.

Τη δεκαετία του 1980 το φαινόμενο των ραδιοπειρατών επεκτάθηκε, παρά το ότι οι αρχές δεν σταμάτησαν τις διώξεις.

Επικράτηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας

Ο πρώτος νόμιμος ιδιωτικός ραδιοσταθμός, ήταν ο Αθήνα 9.84 που εξέπεμψε στις 31 Μαΐου 1987. Ακολούθησε το Κανάλι Ένα 90,6 στον Πειραιά στις 26 Ιουνίου και τον Σεπτέμβριο ο FM100 στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ιδρύθηκαν δεκάδες σταθμοί σε όλη τη χώρα, φέρνοντας τη λεγόμενη άνοιξη της ραδιοφωνίας.

Επίλογος

Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 έως σήμερα έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Αντιλήψεις, συνήθειες, τρόποι και μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Ακόμη και το ραδιόφωνο. Όχι ως μέσον επικοινωνίας, αλλά ο τρόπος που το χρησιμοποιούμε. Δεν είναι απαραίτητο το τρανζίστορ. Το ακούμε στο κινητό μας, στο λάπτοπ, στο ipad όπου κι αν βρισκόμαστε.

Οι μεγαλύτεροι όμως δε θα ξεχάσουν ποτέ τα βράδια που το έπαιρναν κοντά στο μαξιλάρι τους το τρανζιστοράκι τους για να ακούσουν τον αγαπημένο τους σταθμό ή παραγωγό. Είτε ήταν του «κρατικού» είτε ήταν «πειρατής».