Live streaming από το Gazarte – Μαρία Παπαγεωργίου

To έφερα από ‘δω, το έφερα από ‘κει, κάθομαι να γράψω για τη Μαρία Παπαγεωργίου, ανήμερα της μέρας της γυναίκας 8/3/2021. Ξεκινάω από ‘δω, γιατί φέτος ειδικά, νιώθω ότι είναι μια μέρα που θα μπορούσα να της την αφιερώσω. Για πολλούς λόγους. Αλλά θα τα πω στο τέλος αυτά…

Βλέποντάς την πρώτη φορά μέσω live streaming (από τη «σπιτική» σκηνή του Gazarte το Σάββατο 6/3), εμπέδωσα αυτό που «κτίζεται» μέσα μου, σιγά σιγά, μέσα στα χρόνια – πρέπει να είναι κοντά στη δεκαετία που την είδα πρώτη φορά λάιβ στο «Σταυρό»: To «μυστικό της» (δική μου «ματιά» -δεν ξέρω αν εκείνη θα το ονόμαζε έτσι) είναι ότι όταν τη βλέπεις πάνω στη σκηνή, είναι ολόκληρη αυτό που τραγουδάει -και δεν είναι τόσο… ποιητικό αυτό που λέω όσο φαίνεται. Ίσα ίσα, χρειάζεται καλλιτέχνη που έχει κέντρο βάρους, που έχει διαγράψει πορεία δημιουργικού… παιδέματος, που έχει επιμονή και πίστη. Και όλο αυτό, βέβαια, πάει πολύ πέρα απ’ το «έχει ωραία φωνή»…

Ας αρχίσω, όμως, από το ρεπορταζιακό κομμάτι λοιπόν και την αναγκαστική θέση του παρατηρητή –γιατί μόνο παρατηρητής μπορείς να είσαι στη συγκεκριμένη συνθήκη. Σάββατο βράδυ στον υπολογιστή για ένα live streaming, χωρίς κολλήματα ή καθυστερήσεις, μέσα από μια ευχάριστη «σπιτική» σκηνή. Καναπέδες εκατέρωθεν και χαλιά στο δάπεδο και στο κέντρο μια Μαρία μάλλον εξοικειωμένη με την κατάσταση, έτσι ώστε να μη μας περνάει αμήχανα συναισθήματα. Συνηθισμένη σε μικρότερους χώρους (club Σταυρού, six dogs κλπ.) και με ένα κοινό που πάντα εκφράζει δυναμικά την αφοσίωσή του, θα μπορούσε κάλλιστα να νιώθει… απροστάτευτη εκεί πάνω –αλλά όπως φάνηκε, μπάντα και Μαρία είναι οικογένεια (πώς αλλιώς να το εξηγήσω). Συνοδοιπόρος στη σκηνή αλλά και στα τραγούδια (έχει γράψει τα περισσότερα τα τελευταία χρόνια όπως και τα τραγούδια του δίσκου που ετοιμάζουν) ο Σταύρος Ρουμελιώτης (ηλεκτρ. κιθάρα), Σοφία Ευκλείδου (τσέλο), Γιώργος Ντάνης (κοντραμπάσο) και Κρίτων Μπελλώνιας τύμπανα.

Με παπουτσάκι αθλητικό στην αρχή και με τα πόδια της γυμνά αργότερα -το συνηθίζει άλλωστε- ξεκίνησε τη βραδιά με το νέο κομμάτι (σε στίχο-μουσική Στ. Ρουμελιώτη) «Ο κόσμος τελειώνει» για να περάσει στη συνέχεια στο «Αυτό που βλέπουν τα πουλιά» και το ακόμα νεότερο «Που πάω» από τον ίδιο δημιουργό.

Θα έπρεπε εδώ να βάλω κάτι από τους στίχους των τραγουδιών, να δώσω στίγμα –αλλά αυτό μάλλον δεν είναι και τόσο αποτελεσματικό όταν πρόκειται για τραγούδι. Απλά νιώθεις ότι την αφορά να δώσει στίγμα στο σήμερα, να εκφράσει τους φόβους του, την μοναξιά του. Ακόμη και τα «δάνεια» από άλλους συναδέλφους της –«Μόχα» του Παυλίδη, «Ανακωχή» του Πανούση (το οποίο έμπλεξε πολύ εύστοχα με το «Γαμάτε γιατί χανόμαστε»), «Θέλω να είμαι η μουσική» του Αγγελάκα, όλα μέσα στη ροή των πρώτων τραγουδιών -βάζουν την ψηφίδα τους στη γενικότερη ιστορία που μας λέει τραγουδώντας, «παζλ» που σιγά συνθέτει «παίζοντας» με όλα της τα εργαλεία.

Ιδού ένα από τα κακά του streaming -ναι την απόσταση εννοώ- που όμως βοηθάει να δεις πράγματα με άλλο μάτι. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πόσο της πάει ο φακός… Πόσο άνετα κινείται ξεχνώντας τον, πόσο αφήνεται να βγει η περίεργη μείξη των αντιθέτων που διαθέτει: Το «αερικό», συναντάει την δυναμική περφόρμερ/μουσικό και τραγουδίστρια. Τα 60ς –εκείνα που μας έφεραν τις folk singers που διαδήλωναν κατά του Βιετνάμ– συναντούν τη world και το δημοτικό τραγούδι με τις σημερινές αντανακλάσεις του, ενώ το εσωστρεφές κορίτσι με την κιθάρα και το διάφανο δέρμα, βάζει τα δικά της συστατικά για το πώς κτίζεται το προφίλ ενός καλλιτέχνη που θα έχει εκτόπισμα και διάρκεια. Αυτό κι αν είναι μαγκιά –αν μου επιτρέπετε…

Να μη γράφεις εσύ τα τραγούδια σου, να μην έχεις κάνει τις επιτυχιάρες, αλλά παρόλα αυτά, να δίνεις βάση στις επιλογές σου (γιατί τις πιστεύεις), στους συνεργάτες/συνοδοιπόρους σου, στη διαμόρφωση ενός στίγματος δικού σου -πράγμα βέβαια που σε ανταμείβει φτιάχνοντας ένα κοινό μπετόν αρμέ που όλο και μεγαλώνει.

Να της έλειπε άραγε η ανάσα της πλατείας την ώρα που μας έλεγε το «This Voice» της Νορβηγής Ane Brun -ερμηνεία ασθματική, απόκοσμη, σαν «αερικό» που στροβιλίζεται μέσα στους λαρυγγισμούς του. Άλλη Μαρία εκείνη. Άλλη στο παραδοσιακό «Ανάθεμα τον αίτιο» άλλη στο «Θα σου ψιθυρίζω την Μαρκίζα» (το ωραίο κομμάτι του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη), αστραφτερή και δυναμική στο «Ξημερώνει» του Θεοδωράκη -τη διασκευή που ουσιαστικά της έδωσε το πρώτο εισιτήριο αναγνωρισιμότητας πριν κάμποσα χρόνια. «Σκέφτηκα» -μας είπε κάποια στιγμή- «να πω λίγο πιο «ματζόρε» τραγούδια, να νομίζει κανείς ότι είναι πιο ευχάριστη η ιστορία -αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα».

Όχι, δεν είναι ανάλαφρη η ιστορία της Μαρίας. Ούτε «καραμελωμένα» τα τραγούδια της. Είναι ό,τι είναι κι εκείνη. Για να τη γνωρίσεις πρέπει να τη συναντήσεις. Να αφήσεις τον ηλεκτρισμό της να σε διαπεράσει, την ευαισθησία της να σε χαράξει, τη φωνή της να σε πάει.

Μέσα σ΄αυτήν τη 1 ώρα και 20 λεπτά της εμφάνισής της, σκεφτόμουν ότι είναι one of a kind -δε μοιάζει με καμία, ούτε προσπάθησε ποτέ να μπει σε βήματα παλιότερων γυναικείων φωνών. Κορίτσι από καλοβαλμένη οικογένεια των Γρεβενών, κατεβαίνει στην Αθήνα και ρίχνεται με αθωότητα και τόλμη στο καλλιτεχνικό της μελίσσι –πρώτος δίσκος το 2010. Παρά τις κρίσεις πανικού που την ταλαιπωρούν, ακόμα κι όταν ανεβαίνει στη σκηνή (τα έχει καταθέσει όλα αυτά στην προσωπική της αφήγηση «Μια χαραμάδα Πανικού»), παλεύει τους εσωτερικούς της δαίμονες χωρίς να ανακόψει ουσιαστικά ταχύτητα.

Μέσα στα χρόνια που περνούν και στην καρδιά μια δισκογραφικής κρίσης που ουσιαστικά γκρεμίζει όλα τα μέχρι τότε δοκιμασμένα μοντέλα τακτικών για την ανάδειξη νέων καλλιτεχνών (αυτό βέβαια έχει και τις θετικές του πλευρές), εκείνη βρίσκει την άκρη «κτίζοντας» αργά και σταθερά το δικό της στίγμα. Δική της δισκογραφία με νέα τραγούδια, δική της ομάδα, δικό της «παιχνίδι», δικοί της και οι δαίμονες –που ίσως έχουν κι αυτοί ένα μερίδιο ευθύνης για αυτό που βλέπουμε σήμερα. Το φέρνω από ‘δω, το πάω από ‘κει, θέλω πολύ να κλείσω με αυτό που έγραψα στην αρχή. Τη μέρα της γυναίκας. Δεν είναι τυχαίο που όταν βλέπω τη λεπτοκαμωμένη φιγούρα της, αυτόματα σκέφτομαι πόσο σπάνιο είναι ειδικά αυτήν την εποχή, η εκτίμηση που τρέφουμε για μια καλλιτέχνη να στηρίζεται από την ίδια ακριβώς εκτίμηση και παραδοχή που έχουμε γι’ αυτήν και ως άνθρωπο.