Kolokotronis

Η Λαϊκή μούσα και η Επανάσταση του 1821

Της Δέσπως
«-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν».

Δεν μπορεί παρά οι παλαιότεροι να το θυμόμαστε από τα μαθητικά μας χρόνια στο δημοτικό σχολείο, όπου κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, ετοιμαζόμασταν για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Δημοτικά ποιήματα και τραγούδια, από πολλές φορές ντυμένους μαθητές τσολιαδάκια / Αμαλίες (αντιστοίχως) που τότε δεν δίναμε σημασία, αλλά όπως και να το κάνουμε – αν ξεπεράσουμε το ζήτημα των πατριωτικών σχολικών εορτών – έχουν τη σημασία τους.

Η δημοτική παράδοση, το δημοτικό τραγούδι και δη το κλέφτικο – παρόλο που σήμερα δε σώζονται περισσότερα από 300 με 400 – έχουν βάλει και αυτά το λιθαράκι τους, όχι μόνο στην ανάταση / Ανάσταση του τότε «επαναστατημένου γένους» αλλά και στον τρόπο που περιγράφονται στα χρόνια του 1821 (αλλά και νωρίτερα) οι αγώνες και οι θυσίες, όλων όσων αποφάσισαν να αντισταθούν στους Τούρκους.

1821

 

Το κλέφτικο τραγούδι

Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήραν το όνομά τους από το περιεχόμενο των στίχων τους. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο, τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγο­νότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκε­κριμένα πρόσωπα.

Στα κλέφτικα τραγούδια οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά -χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών- κλέφτικα τραγούδια, η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προ­σώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.

 

Δημοτικό – λαϊκό τραγούδι

Αν τα παραπάνω ακούγονται (και είναι) θεωρητικά, το δημοτικό – λαϊκό τραγούδι της Επανάστασης του 1821, δημιουργήθηκε στα κλέφτικα λημέρια. Και ήταν φυσικά τραγούδια που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Κι ενίοτε ο κάθε τραγουδιστής ή όποιος αναλάμβανε να το πρωτοψιθυρίσει, άλλαζε ονόματα και καταστάσεις ένεκα της… επικαιρότητας. Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για γραπτή καταγραφή τα χρόνια εκείνα. Η συντριπτική πλειοψηφία των κλεφτών και των αρματολών ήταν αναλφάβητοι. Άρα, πολλά από αυτά, τραγουδήθηκαν και χορεύτηκαν για μια και μόνο βραδιά σε ένα λημέρι και μετά ξεχάσθηκαν. Πολλά από αυτά δε διάβηκαν ποτέ τα σύνορα του λημεριού όπου σκαρώθηκε. Υπήρχαν φορές που το ένα από το άλλο λημέρι ή για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, η μία πλαγιά με την άλλη πλαγιά του βουνού, τραγουδούσε διαφορετικά κλέφτικα.

Χρήστος Αναγνωσταράς - Δημοτικό τραγούδι

 

Από λημέρι σε λημέρι

Όταν το περιστατικό ή το γεγονός για το οποίο πλέχθηκε το τραγούδι έπαψε να είναι στην επικαιρότητα, όταν έπρεπε να στηθεί νέο, για να καλύψει τις νέες μάχες και τους νέους ήρωες, τότε το παλιό ξεχνιόταν και σκαρωνόταν το καινούργιο. Επίσης, κάποιοι πολεμιστές, που έφευγαν από το ένα στρατόπεδο και πήγαιναν στο άλλο, έφερναν μαζί τους και τα τραγούδια που αγαπούσαν, όπως όμως τα θυμόντουσαν. Και όταν δε θυμόντουσαν τις λέξεις του «πρωτότυπου» έβαζαν τις δικές τους, αυτοσχεδιάζοντας κατά το δοκούν.

Έχουν τραγουδηθεί και σωθεί τραγούδια για τους Κολοκοτρωναίους, τον Αθανάσιο Διάκο και τον Καραϊσκάκη, τραγούδια για τους Σουλιώτες, τους κλέφτες και τα κλεφτόπουλα, την Τριπολιτσά, την εκστρατεία του Ιμπραήμ, τον Μωριά, τον Κατσαντώνη, τον Ανδρούτσο και για ό,τι έκριναν επίκαιρο και άξιο λόγου οι λαϊκοί βάρδοι της εποχής.

Ιάκωβος Τομπαζας

 

Παλαιότερα του 1821 κλέφτικα τραγούδια

Δημοτικά / κλέφτικα τραγούδια δεν έχουν σκαρωθεί μόνο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Όσες φορές επαναστάτησαν μετά την Άλωση της Πόλης, σε τοπικές, μικρές και ανοργάνωτες εξεγέρσεις, που δεν έχαιραν υποστηρίξεως και ως εκ τούτου δεν τελεσφόρησαν, η λαϊκή μούσα ήταν παρούσα.

Μια από τις ελληνικές επαναστάσεις είναι και αυτή του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ του Γενναίου (1557-1601), που διασώθηκε από τα θρακιώτικα δημοτικά τραγούδια. Σε αυτόν αναφέρεται το τραγούδι «Μιχάλμπεης» (αφηγηματικό ιστορικό τραγούδι της Δυτ. Θράκης, σε ήχο πλάγιο Α΄).  Το 1789 ο δερβέναγας του Αλή-πασά Γιουσούφ Αράπης, εκστρατεύει με 3.000 Τουρκαλβανούς εναντίον των αρματολών Θεσσαλίας και Ρούμελης. Αντιδρούν οι Κοντογιανναίοι. Τη θυσία τους καταγράφει εκ νέου το δημοτικό τραγούδι: στο «Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».

Το 1807, στην Επανάσταση του Ολύμπου με επικεφαλής τους Λαζαίους, τους 4 αρματολούς ή τα Λαζόπουλα -όπως είναι γνωστοί ο Τόλιας, ο Χρήστος, ο Νίκος και ο Κώστας). Η επανάσταση κατεστάλη. Οι τρεις πρώτοι παρέμειναν στην Ραψάνη, ο Κώστας κρατήθηκε όμηρος από τον Αλή-πασά στα Ιωάννινα. «Των Λαζαίων οι γυναίκες», περιγράφει τα γεγονότα της εποχής.

«Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη / Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα / το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: / Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι / Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μάς έκαψε τα σπίτια / μας πήρε τις γυναίκες μας, μάς πήρε τα παιδιά μας …».

Στα Αθαμανικά όρη έμεινε το τραγούδι «Η πεθαμένη καλογριά» να θυμίζει με αλληγορίες μια ακόμη αποτυχημένη ελληνική επανάσταση, που ύψωσε την σημαία της με τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα, στα Χάσια όρη, στις 5 Μαΐου 1808. Το γεγονός έχει μείνει στη μνήμη μας με τον χορό καγκελάρι στα Αθαμανικά όρη της Ηπείρου.

 

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης τραγουδά

Τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης μετά του Γκούρα, επολιορκούντο στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους οθωμανούς. Ο στρατηγός καίτοι τραχύς, ερμήνευε πολύ ωραία τα δημοτικά τραγούδια ενώ πολλάκις αυτοσχεδίαζε, φέρνοντάς τα  κοντά στο γεγονός που ήθελε να υμνήσει. Ένα τέτοιο δικό του μοιρολόι, λοιπόν, και αυτό που έψαλλε στο Σερπεντζέ (σ.σ. στον Πύργο που είχε τότε ο Ιερός Βράχος) στην θέση που υπεράσπιζε. Σε δείπνο που είχε καλέσει τον Γκούρα και τους άλλους οπλαρχηγούς, τον παρακάλεσαν να τραγουδήσει.  Και ο Μακρυγιάννης το έκαμε, συνοδευόμενος, ίσως από τον ταμπουρά του, είπε τότε το παρακάτω μοιρολόι -ένας αυτοσχεδιασμός που φέρει πλέον την υπογραφή του:

«Ο Ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια,
γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα».

Πέτρος Μαυρομιχάλης - Δημοτικό τραγούδι

 

Γκαίτε και δημοτικό τραγούδι

Το 1815, ο Γκαίτε σε συγκέντρωση στην οικία του στη Φρανκφούρτη, έχει καλέσει επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ο γερμανός φιλόσοφος τους είπε ότι τους φώναξε για τους για να τους μιλήσει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

Όπως είχε γράψει και στον γιο του, Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου 1815, το έβρισκε «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο. Οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές.
Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους. Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη. Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του. Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους διάβασε -σε μετάφραση βέβαια στα γερμανικά- το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους»:

«Γιατ’  είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.
Μόν’ εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:
«Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…

 

Κολοκοτρώνης

* Όλες οι φωτογραφίες του άρθρου είναι έργα του Θεόφιλου