Μαρία Παπαγεωργίου
Όσοι γεννηθήκαμε τη δεκαετία του 80, μπορούμε με περηφάνια να διεκδικήσουμε τον τίτλο της “γενιάς του Πλαστικού”. Όσοι, δε, γεννηθήκαμε σε κάποια επαρχιακή πόλη εκείνη την εποχή, μπορούμε να καυχιόμαστε ότι δύσκολα αποποιηθήκαμε αυτόν τον τίτλο, μιας και το αντίβαρο κάποιας αισθητικής ανύψωσης από οποιοδήποτε μέσο, με οποιοδήποτε τρόπο, ήταν απόν.
Πέρασαν 17 ολόκληρα χρόνια ζωής εδώ στην Αθήνα, μέχρι να ζητήσω από έναν ταξιτζή να αλλάξει τον σκυλάδικο σταθμό στις 11 το πρωί, να φύγω από μαγαζί που τρώω για τον ίδιο λόγο, να μην δείξει το μάτι μου ανοχή στις φθηνές προτροπές των αφισών και των μαρκιζών που απλώνονται δίπλα μου.
Εγώ.
Εγώ που μεγάλωσα τρώγοντας πλαστικά γαριδάκια Cheetos, που θυσιάστηκαν στο στομάχι μου άπειρα ζωντανά, άγνωστης προέλευσης, που μέχρι να τελειώσω το Λύκειο ο αριθμός των μουσικών και θεατρικών παραστάσεων που είχα δει δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα των χεριών μου. Εγώ που πετούσα σκουπίδια κάτω και όταν έβλεπα τους συνομηλίκους μου να κλωτσάνε τα αδέσποτα, δεν ένιωθα περίεργα. Εγώ που διαδήλωσα με το σχολείο μου φωνάζοντας πως “η Μακεδονία είναι Ελλάδα και ο Γκλιγκόροφ μια κουράδα”.
Πώς να ενοχληθώ όταν τα μεσημεριανά talk shows, η Άσπα Τσίνα και ο Ανδρέας Μικρούτσικος ήταν η νομοτέλεια που διαπερνούσε την κόρη του ματιού μου και τα καλώδια του εγκεφάλου μου;
Συνειδητοποιώ, λοιπόν, το βαθμό δυσκολίας που υπάρχει σε όλες μας τις αισθήσεις να αντιληφθούν το ωραίο, το ηθικό, το λογικό, το δίκαιο, το πραγματικά εκσυγχρονιστικό, το πραγματικό, όταν έχουμε γαλουχηθεί με φθηνά προϊόντα μέσα στο σώμα και μέσα στο πνεύμα μας. Και θέλει πάρα πολύ χρόνο για να γίνει η πέψη, πολύ παίδεμα για να αλλάξεις αισθητική και να τα ξεράσει ο οργανισμός σου. Αρχικά χρειάζεται βαθιά επιθυμία μέσα σου να αλλάξεις εσύ, πριν αλλάξει ο κόσμος.
Τώρα που οι ουσιαστικές Τέχνες σιώπησαν, τα μάτια του μέσου θεατή στρέφονται σε ό,τι είναι ακόμα ζωντανό. Δυστυχώς, η προβαλλόμενη πολιτιστική μας κληρονομιά είναι: η τηλεόραση με τις εκπομπές και τους δημοσιογράφους της, οι τάσεις στο YouTube, οι σέλφιζ και οι αποψάρες, το βιασμένο οικολογικό σύστημα, οι εικονίτσες με τις Παναγίτσες σε κάθε δημόσια υπηρεσία. Θα ήθελα να κάνουμε όλοι μας ένα τρίπλεξ Πολιτισμού, να βάλουμε ρε παιδί μου ένα μηχάνημα πάνω μας να καταγράφει όλα αυτά στα οποία εκτιθέμεθα για 24 ώρες.
Και να απαντήσουμε: ποιον πολιτισμό μας αλλοιώνουν οι ξένοι;
Εγώ, η Πριγκίπισσα του Πλαστικού και του Κιτς, ζητώ μια απάντηση.
Γιατί , στο λέω, όταν ακούω τον στίχο: “πώς τα ‘φερε ο καιρός και η ιστορία να μην ακούσεις έναν ποιητή”, δε με τρομάζει αυτός που δεν τον άκουσε, με τρομάζουν αυτοί που τον άκουσαν και δεν κατάλαβαν τίποτα.