Διαβάζοντας, τελευταία, τα ποιήματα της Χάννα Άρεντ κόλλησα στην εικόνα ενός κοριτσιού που πηγαινοερχόταν και μάθαινε τον κόσμο. Πώς είναι αυτά τα κορίτσια στο καθεμέρα τους; Τα κορίτσια που πάνε κι έρχονται και μαθαίνοντας –χωρίς να το συνειδητοποιούν- αλλάζουν τον κόσμο; Τους κόσμους όλους όλων.
Στο τέλος του παρόντος κόσμου πού θα ζουν αυτά τα κορίτσια; Και με ποιους, με ποιες; Γιατί το ξέρουμε, ο κόσμος που ζούμε δεν έχει παρακάτω. Όπως τον ξέραμε, δεν έχει παρακάτω. Όπως μας ξέραμε μέσα σε αυτόν, δεν έχει παρακάτω. Με ερώτηση προχωράμε. Κι ακόμη πειστικότερα: με αναρώτηση: Για ποιο λόγο νομίζουμε θα αντέξουμε; Για ποιο λόγο ζούμε και θα το πάμε ως το τέλος; Για ποιο λόγο θα δοκιμάσουμε κάθε μπλόφα μας, θα παίξουμε κάθε χαρτί μας, θα ανοίξουμε το river ελπίζοντας ως εκεί ότι δε θα αδειάσουμε τις τσέπες μας;
Για ένα σπίτι ζούμε. Όχι τέσσερις τοίχους, έναν καναπέ και δυο-τρία καρφιά σκόρπια εδώ κι εκεί. Όχι αυτό το σπίτι. Για το άλλο που λέμε ότι μια μέρα θα πάμε και δε θα φύγουμε ποτέ. Για ένα σπίτι με τη θάλασσα στη σκάλα. Με τα παντζούρια του γεμάτα αλάτι και τα τζάμια του μπλε που δεν ξεβάφει. Για μια ασβεστωμένη αυλή και τα δέντρα στον κήπο. Για την αποτύπωση της ηρεμίας και της άγριας διάρκειας. Ταυτόχρονα.
Για μια πόλη ζούμε. Αυτή που ορίζει όχι τη γεωγραφία μας αλλά την ΑΝΘΡΩΠΟ-γεωγραφία μας. Αυτή που δεν αφήνουμε γιατί έχουμε εκεί αυτούς που επιλέξαμε ως τόπο μας. Αυτούς που επιλέξαμε ως δρόμους μας, ως μπαρ μας, ως απάνεμες γωνίες μας, ως κουδούνια και αριθμούς των οδών μας. Για μια πόλη που κι αν μας ζορίζει είναι κομμάτι μας, σώμα απ’ το σώμα μας, φιλί απ’ τους έρωτές μας, δάκρυ απ’ το κλάμα μας, παγκάκι απ’ τα ξαποστάματα μας.
Για τις λέξεις ζούμε. Για τα κείμενα που μας όρισαν και ορίσαμε να μας ορίζουν εφ’ εξής. Για τους χάρτινους ήρωες και το μελάνι που τους έβαψε. Για τα σημεία στίξης τους. Για μια άνω τελεία Παρασκευή βράδυ κι ένα θαυμαστικό κάθε μέρα. Για τις επαναλήψεις στις φράσεις που φτιάχνουν μανιέρες και τη φωταγώγηση εν τέλει αυτού που λέγεται «προσωπικό στυλ γραφής». Για όσα γράψαμε και όσα -κόντρα σε κάθε ματαίωση- θα γράψουμε.
Τα κορίτσια που πάνε κι έρχονται, που περπατάνε, που τρέχουν, που ταξιδεύουν, που δεν ηρεμούν, στο τέλος του παρόντος κόσμου θα ‘χουν βρει έναν τρόπο να επιβιώσουν. Τη συνέχειά τους θα την έχει επιβάλλει στον πλανήτη η ανάγκη της μη διακοπής της ομορφιάς. Οι υπόλοιποι όμως, εμείς της πάλης για συγκεκριμένους λόγους, γιατί νομίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε; Ποιο ποτήρι αναίτιας αισιοδοξίας μας μέθυσε; Δεν ακούμε κάθε απόγευμα το αγγελτήριο του τέλους από τους ειδικούς;
*Το κείμενο γράφτηκε ακούγοντας το «Σπίτι» και το «Εδώ μιλάνε για λατρεία» των Κόρε Ύδρο. Στο μυαλό μου, όπως τις περισσότερες μέρες μου από το 1999 ως σήμερα, είχα τις «Μικρές Νοθείες» του Οδυσσέα Ιωάννου.