Μου πήρε πολύ ώρα να βολευτώ στον καναπέ και να συντονιστώ με τον Σταυρό του Νότου. Η «βόμβα» που μόλις είχε σκάσει με την παραίτηση Λιγνάδη στο Εθνικό (εννοώ την καταγγελία περί βιασμού του 19χρονου -τότε- Νίκου Σ.) συν το τσουνάμι καταγγελιών τις προηγούμενες ημέρες στον καλλιτεχνικό χώρο, μόνο για …μπουζούκια δεν με προδιέθεταν -μην πω ότι βλέποντας τον πολύ οικείο χώρο του Σταυρού, ψιθύριζα από μέσα μου «τώρα εσύ μας έλειπες για να κλείσει η εβδομάδα». Ιδού όμως ένα αβαντάζ -που πηγάζει από ένα ντισαβανταζ- του live stream: Έρχεται και σε βρίσκει εύκολα και άκοπα. Με την πιτζάμα και τα πατατάκια βουνό δίπλα σου (αλλά λίγο να έχεις το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, κάτι μπορεί να γίνει).
Χρόνια παρακολουθώ τον Γιάννη Κότσιρα και ήμουν πάντα φαν του. Πάντα πίστευα ότι έχει ένα πηγαίο, εντελώς δικό τρόπο να ερμηνεύει τα λαϊκά τραγούδια, διαθέτοντας μια ήρεμη βεβαιότητα, μια ωραία σιγουριά. Ίσως, γιατί δεν προσπάθησε ποτέ να βαδίσει πάνω σε δοκιμασμένα πρότυπα ή να μιμηθεί παλιότερους καταξιωμένους συναδέλφους του -κι αυτό ισχύει από τα πρώτα του βήματα στα μέσα του 90. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν ποτέ εν γνώσει του ή όχι, πάντως η εν λόγω ακομπλεξάριστη στάση του, σα να μαλάκωσε πολλές φορές τις έντονες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ λαϊκού και έντεχνου ή -για να το πω αλλιώς – σα να απεγκλώβισε και εμάς τους ίδιους από το «κλισέ» που είχαμε ως τότε, για το τι σημαίνει «καλός λαϊκός τραγουδιστής».
Αυτόν τον λαϊκό του εαυτό θέλησε να αναδείξει στο live stream του Σταυρού την Κυριακή που μας πέρασε -και πολύ καλά έκανε. Ο τίτλος «Αν μας σπάσουν το μπουζούκι» δανεικός από το ομώνυμο παιγνιώδες τραγούδι των Ευτ. Παπαγιαννοπούλου και Γ. Ζαμπέτα -που μάλιστα όρισε και την ουσία αυτής της εμφάνισης. Γραμμένο σε εποχή απαγόρευσης του μπουζουκιού (50΄s), περιγράφει τα δεινά όσων παράβαιναν τον νόμο («Μας πήγανε πλημμέλημα επί διαταράξει / και όμως τα μητρώα μας τα βρήκανε εντάξει» κατά τη Ζαμπετική ερμηνεία).
Σήμερα, δεν υπάρχει βέβαια αυτός ο φόβος, αλλά η τρέχουσα πραγματικότητα δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς, όπως μας είπε και ο ίδιος, ότι «το μπουζούκι εξαφανίζεται σιγά σιγά από τη δισκογραφία». Από δω πήγαζε και η κεντρική ιδέα του προγράμματος: Λαϊκό και ρεμπέτικο στη νεότερη και την κλασσική «δοκιμασμένη» του μορφή, με πρωταγωνιστικό όργανο το μπουζούκι (τζουρά και ούτι) του Βαγγέλη Μαχαίρα, σε μια ορχήστρα που προέκρινε έναν μελωδικό «κλασσικό» ήχο (ενορχηστρώσεις / πλήκτρα Αλέξανδρου Λιβιτσάνου). Δίπλα του, με το βιολί της, η νεαρή τραγουδίστρια Δήμητρα Μπουλούζου και στο φόντο η κιθάρα του Κώστα Μιχαλού, τα τύμπανα του Ηρακλή Παχίδη, το μπάσο του Γιάννη Πλαγιανάκου, το μπουζούκι του Νίκου Βελλή.
Η έναρξη στις 9 ακριβώς, με όλον τον θίασο στη θέση του και τα όργανα να παίζουν – σαν εικόνα μαγνητοσκοπημένης συναυλίας σε αφιέρωμα της ΕΡΤ. Το καλό είναι (σκέφτομαι) ότι μοιραζόμαστε την ίδια αμηχανία. Μπορεί να έχουμε όλοι την ίδια βαριά διάθεση, να είναι για όλους μας ένα ζητούμενο να …φύγουμε πολύ πέρα από τους τοίχους του Σταυρού.
Θα συμβεί; Πάντως αυτό είναι που περιμένω.
Πρώτο μέρος με τα «ωραία λαϊκά» που έγραψαν οι «ροκάδες»: «Το μπαρμπουνάκι» και ο «Απόκληρος» (Βαγγέλη Γερμανού), «Της καρδιάς τα πέταλα» (Μανώλη Φάμελλου), «Τα ανείπωτα» (Δημήτρη Ζερβουδάκη), «Κλείσε τα μάτια σου» (Νίκου Πορτοκάλογλου) αλλά και ένα από τα τελευταία κομμάτια του Κότσιρα – «Μ έχουν βαφτίσει Γιάννη»- που έγραψαν μαζί με τον Σταύρο Σταύρου.
Κάθε πρόγραμμα έχει τη γραμματική του (σε πρώτο επίπεδο) αλλά κι εκείνη την άπιαστη αύρα που στις καλές περιπτώσεις των φυσιολογικών live, σε παρακινούν να …ενωθείς με τους «πρωταγωνιστές» στη σκηνή. Σε εκείνες τις ωραίες «φυσιολογικές» εποχές του Σταυρού αναφέρθηκε και ο Κότσιρας (τελευταία του παράσταση ήταν στις 8 Μαρτίου), λέγοντας ότι ένα χρόνο πριν, στον ίδιο χώρο γινόταν χαμός και ότι από τότε «σα να πάγωσε ο χρόνος».
Ο χρόνος πάγωσε όντως. Γιατί, ειδικά στο λαϊκό πρόγραμμα όπου πρέπει να ανεβαίνουν οι παλμοί, το digital μοιάζει ώρες-ώρες με οδυνηρή προσπάθεια, όπου όσο κι αν είναι αλφαδιασμένα όλα (η ορχήστρα, ο τραγουδιστής, η ροή) πάντα κάτι θα λείπει. Μήπως μια ανατροπή; Ένας πιο ευφάνταστος, συμμετοχικός, ρόλος για την ορχήστρα;
Η αλήθεια είναι ότι όσο περνούσε η ώρα, ένιωθες ότι ο Κότσιρας γινόταν πιο επικοινωνιακός, πιο άμεσος και ιδίως στο Β Μέρος που ξεκίνησε με την εξιστόρηση του πώς γεννήθηκε το «Αν μου σπάσουν το μπουζούκι» -με την φωνή του ίδιου του Ζαμπέτα- και στη συνέχεια, που περάσαμε σε Μάρκο («Κάθε Βράδυ θα σε περιμένω», «Τα ζηλιάρικα σου Μάτια», «Η άτακτη») Τούντα και Τσιτσάνη, η αμηχανία είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Σχεδόν.
Γιατί τα δικά μου μάτια, τουλάχιστον, είδαν μια φουλ επαγγελματική δουλειά με ικανότατους παίχτες, που όμως σα να είχαν πάρει την πεπατημένη και να πήγαιναν -ίσως λόγω της αμηχανίας και της ανασφάλειας που προκαλούν στους αμάθητους τα νέα digital νερά.
Σίγουρα ξαναθυμήθηκα τραγούδια, τσίγκλησα αναμνήσεις (αχ αυτό το «Τσιγάρο») τραγούδησα το «Εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ», ξαναείδα τις επιτυχίες της νεότερης δισκογραφίας του («Καρδιά μου» Λέντζου/Ανδρουλιδάκη και «Άγριος Ανθός» Λέντζου/Μαχαίρα), γενικά ..ξανασυναντήθηκαν τα βήματά μας αλλά δεν κατάφερα να φύγω από τον καναπέ. Και στο φινάλε, κι ενώ η Δήμητρα Μπουλούζου διέτρεχε πολύ γλυκά και ατμοσφαιρικά τα τελευταία λεπτά του προγράμματος με το «Δεν ξέρω πόσο σ΄ αγαπώ» τράβηξε κι ένα black out η ΔΕΗ (ευτυχώς εμείς είχαμε ρεύμα) και ο σέρβερ …διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη.
«Κλάψτε μάγκες μου απόψε, βγήκε μια διαταγή. Να μας κλείσουν το κουτούκι να μας σπάσουν το μπουζούκι» τραγουδούσε κάποτε ο Ζαμπέτας στο «Αν μας σπάσουν το μπουζούκι» -τίτλος της παράστασης και …κακός οιωνός.
Ευτυχώς που συνέβη στα 4 τελευταία τραγούδια –μόνο. Την επόμενη πλέον, μάθαμε από τη σελίδα του, ότι «Δυστυχώς, 4 τραγούδια πριν το τέλος έμεινε χωρίς ρεύμα η μισή Ελλάδα. Αττική, Σαλαμίνα, Κόρινθος, Αργολίδα, Λακωνία, Λουτράκι, Κιάτο, Ναύπλιο, Τρίπολη, Πόρτο Χέλι, Ύδρα, Καλαμάτα… Κάτι που προσωπικά δε θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί. Ειλικρινά σας λέω, μακάρι να επέτρεπε η νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας, να αναμεταδοθεί ξανά αυτό το τελευταίο 10λεπτο, για αυτούς που δεν μπόρεσαν να το δουν αλλά δυστυχώς στις live streaming συναυλίες είναι απαγορευτικό».
A bientot, λοιπόν, σε καλύτερες συνθήκες. Κάθε αρχή και δύσκολη.