Άλλη μια διαδρομή (σου)

Πάντα η πρώτη ιστορία έχει τον κόμπο στο λαιμό. Δεν έχει σημασία αν θα την πω εγώ ή ο Αίσωπος. Πάντα, η πρώτη λέξη της πρώτης ιστορίας, έχει το τρέμουλο του πρώτου βήματος στη σκηνή αφού ανοίξει η αυλαία. Δεν έχει σημασία αν αυτό το βήμα θα το κάνω εγώ ή η Sylvie Guillem. Η αρχή είναι μια –σε επανάληψη- καινούρια αίσθηση για τον καθένα. Είναι το αχαρτογράφητο του όμορφου, του πανικού, της ταχυκαρδίας, της ευτυχίας εν τέλει. Η αρχή… εν τέλει.

Στήνεται ισοζύγιο στην αντίθεση; Κι αν ναι, ως πότε; Φτιάχνω δρόμους στην άκρη γκρεμών, γίνομαι οδηγός λεωφορείων σαν αυτά στη Βολιβία ή στο Νεπάλ που τα βλέπεις σε ταξιδιωτικά έντυπα και λες «δεν μπορεί, θα πέσουν, δεν μπορεί, θα κυλίσουν στην πλαγιά και θα τα βρουν τρεις εποχές μετά», αλλά όχι, δεν πέφτουν! Είναι η μαγική λέξη, είναι η συνήθεια που τα κρατάει στο δρόμο τους. Είναι η ρουτίνα αυτών των τύπων που παίρνουν τις στροφές του «θανάτου» -για άλλους- σαν και να φτιάχνουν ελληνικό καφέ ένα απόγευμα Τετάρτης. Τα έχουμε πει τόσες φορές: τα ακατόρθωτα των πολλών είναι η δική μας καθημερινότητα πια.

Περπατούσες στο φως. Σαν γύρισμα με μονοκάμερο. Πολλά τα έπιανα, πολλά τα έχανα. Έπιανα τα χαμόγελα, έπιανα τις ίδιες μπλούζες σου, έπιανα το ροζ, έχανα το σκασμένο δέρμα στα χέρια σου, έχανα τα τακτοποιημένα στη δουλειά κουτάκια σου, έχανα τα ξεσπάσματά σου. Ο ήλιος απέναντι δε βοηθούσε στις λήψεις. Περπατούσες. Σήκωνα αντήλιο την παλάμη. Έφτιαχνα σκιές για να βλέπω με τη βοήθειά τους το περίγραμμά σου. Μπρος-πίσω. Να πας, να ‘ρχεσαι. Άλλη μια διαδρομή σου. Κι άλλη μια. Κι άλλη μια…

Ένας φάρος κρυφός. Είναι εκεί όμως. Δέκα το πρωί. Δεξιά το κόκκινο, αριστερά το πράσινο. Να βγω απ’ το λιμάνι. Μπουνάτσα ή φουρτούνα. Δεν έχει σημασία. Ποτέ δεν είχαν τα τριγύρω, τα παρελκόμενα. Αντέχω ή καταρρέω εξαιτίας σου. Εξαιτίας αυτού που μου κόβει την ανάσα. Ρίχνω δίχτυα, ανεβάζω τους βυθούς. «Στις πόσες οργιές με έψαξες σήμερα»; Δεν ξέρω, δεν έχω βυθόμετρο. Μετράω το βάθος που έριξα λέξεις για σένα, απ’ τον πόνο στους ραχιαίους μου όταν τις ανέβαζα.

Δέκα το βράδυ. Δεξιά το πράσινο, αριστερά το κόκκινο. Μπαίνω στο λιμάνι. Προσέχω τα αβαθή. Μανούβρα για να δέσω. Ναι, πάλι όλο το συναίσθημα μαζεμένο έχω. Δεν ξέρω αλλιώς. Τι κι αν όλη τη μέρα χτυπιέμαι στο πέλαγος; Δε μ’ αλλάζει το αλάτι. Τη νύχτα θα γυρίσω με τα ίδια δεδομένα. Λέξεις που γονατίζουν και χέρια που θέλουν να αγγίξουν, να σφίξουν. Γλώσσα που θέλει να γευτεί.

2:34 πρωί Πέμπτης. Οι πρώτες σκέψεις έχουν ήδη γίνει ιστορία. Την κοιτάζω, τη διαβάζω, προσπαθώ να πάρω κουράγιο απ’ το κουράγιο της. Προχωράμε; Προχωράμε! Πώς αλλιώς; Το ξέρουμε κι οι δύο: «Με εσένα μπροστά, δεν υπάρχει πια πίσω.»

*Τίτλος του κειμένου, φράσεις του και ιδέα απ’ τους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, στο τραγούδι της Νατάσσας Μποφίλιου και του Θέμη Καραμουρατίδη, “Άλλη μια διαδρομή”.